Σημειώσεις
και σχόλια ενός Αιτωλού
Γράφει ο Γιάννης Βλασόπουλος
Η βία και η νομιμοποίησή της
Το
θέμα της βίας που ασκείται σε μια
κοινωνία από εξουσιαστές
εναντίον εξουσιαζομένων και
από εξουσιαζόμενους
εναντίον
εξουσιαστών έχει πολλές
πτυχές. Τον τελευταίο καιρό
οι χαρακτηρισμοί αυτών που
ασκούν βία, είτε πρόκειται
για εξουσιαστές είτε για
εξουσιαζόμενους, έγιναν
αρκετά ρευστοί και οδηγούν
σε συγχύσεις,
ακόμα και σε δικαιολόγηση
των κινήτρων σχεδόν όλων
εκείνων που μετέρχονται βίαιες
πράξεις. Η νόμιμη βία της
δημοκρατίας εξισώνεται με
την παράνομη βία των έκνομων
και των δικτατόρων. Όπως
προσφυώς γράφτηκε
πρόσφατα, επειδή οι
δικτάτορες βάφτιζαν τους
αντιστασιακούς,
«τρομοκράτες», αυτοί,
δηλαδή οι πράγματι
τρομοκράτες, αντιστρέφοντας τη
φανταστική εξίσωση,
βαφτίζονται
«αντιστασιακοί».
Πράγματι, λησμονείται ότι υπάρχει μια σημαντική διαφορά: η επιβολή δικτατορίας είναι μια πράξη βίαιη σε βάρος όλων των πολιτών, μιά πράξη που καταλήγει σε κατάλυση της δημοκρατίας. Συνεπώς η βία της αντίστασης (προβλεπόμενη και από το δημοκρατικό πολίτευμα) κατά της δικτατορίας είναι αυτοάμυνα και όχι τρομοκρατία. Η άσκηση βίας όμως σε μια δημοκρατικά λειτουργούσα κοινωνία και μάλιστα εναντίον της, είναι πράξη που αμφισβητεί το κοινωνικό συμβόλαιο και έχει στόχο να βιάσει τη θέληση της πλειοψηφίας. Είναι τρομοκρατία τουλάχιστον όταν δεν μάχεται για την προστασία θιγόμενων ατομικών δικαιωμάτων.
Αυτήν τη διάκριση την έχει διατυπώσει εύστοχα ο Βρετανός φιλόσοφος Τζον Λοκ. Στη «Δεύτερη Πραγματεία περί Κυβερνήσεως» ο μεγάλος Βρετανός φιλόσοφος έγραψε ότι οι άνθρωποι σύμφωνα με τον φυσικό νόμο γεννιούνται δυνάμει ελεύθεροι. Συμφωνούν, με ένα άρρητο κοινωνικό συμβόλαιο, να θυσιάσουν μέρος της ελευθερίας τους για να σχηματίσουν οργανωμένες κοινωνίες. Τα άτομα ανέχονται τη διακυβέρνηση από άλλους, που εκλέγουν, πράγμα που σημαίνει απώλεια μέρους της ελευθερίας τους, με αντάλλαγμα όμως την ασφάλεια και από εξωτερικές απειλές, αλλά και από απειλές στη ζωή, την ελευθερία και την ιδιοκτησία που προέρχονται από άλλα μέλη της κοινότητας. Διακυβέρνηση, όμως, χωρίς τη συναίνεση των κυβερνωμένων ή και εναντίον της θελήσεώς τους δεν είναι μόνο τυραννία. Αποτελεί συνάμα και απειλή της ασφάλειας των ατόμων, αυτής της ασφάλειας που το κράτος τους παρέχει ή πρέπει να τους παρέχει.
Βέβαια όλα αυτά με τον όρο και τον περιορισμό ότι το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο στο οποίο ζει κανείς είναι δημοκρατικό, τουλάχιστο με την τρέχουσα έννοια και μέσα στα όρια του κοινωνικά και πολιτικά εφικτού. Αλλιώς θεμελιώνεται το δικαίωμα στην επανάσταση. Ο λαός οφείλει τότε να εξεγερθεί αμυνόμενος στην απειλή που αποτελεί μια απολυταρχική κυβέρνηση.
********
Στην αυγή του νέου χρόνου
Ένας ακόμα χρόνος προστίθεται στους 2018 και ένας καινούργιος ανατέλλει. Την μέρα αυτή γιορτάζουμε και την δύση του παλιού και την ανατολή του νέου. Γιορτάζουμε, ή έστω νομίζουμε ότι γιορτάζουμε, την αποδέσμευσή μας από την καταδυναστευτική πίεση των βαρών και των θλίψεων που σώρευσε στους ώμους μας το 2019. Ρίχνουμε τα βάρη και τις θλίψεις στο παρελθόν. Και προσδοκούμε να απαλλάξουμε το μέλλον από την προσδιοριστική δύναμη του παρελθόντος. Γιορτή λήθης.
Γιορτάζουμε όμως και την αυγή του νέου χρόνου, του 2020. Τον συνδέουμε, όπως άλλωστε κάθε αυγή νέου χρόνου, με τις ελπίδες μας για την επιτυχία των επιδιώξεών μας, ή έστω, των ευχών μας. Για την ειρήνη και την δημιουργική αναγέννηση της χώρας μας.
Και είναι φυσικό και ανθρώπινο να συνδέουμε τις ελπίδες και τις ευχές μας με την ανατολή του νέου έτους. Γιατί κάθε καινούργιος χρόνος χαρίζει σ όλους την ψευδαίσθηση της αφετηρίας, τη γεύση του καινούργιου, την αίσθηση του ξανανιωμού, την προοπτική περισσότερων δυνατοτήτων ή έστω ευκαιριών, και τον αέρα της αισιοδοξίας . Και έχει ανάγκη αυτής της ανανέωσης η ανθρωπότητα και κάθε άτομο χωριστά. Κάθε άνθρωπος ζευγμένος στην μοίρα των δυσκολιών, έλκοντας φορτίο συνεχών και ανεκπλήρωτων επιδιώξεων...
Με τέτοια
αισθήματα και με τέτοιες προσδοκίες στέφουμε όλοι την σελίδα του
ημερολογίου στην 1η Ιανουαρίου κάθε χρονιάς.
*****
H επέτειος του αγώνα κατά του φασισμού
Η επέτειος της 28ης Οκτωβρίου 1940 είναι γιορτή υπερηφάνειας και μνήμης. Υπερηφάνειας γιατί η Ελληνική κοινωνία βρέθηκε ενωμένη και ομόθυμη στο πόλεμο όχι απλά κατά της επιτιθέμενης Ιταλίας, αλλά κατά του φασισμού, που απειλούσε τότε την ελευθερία και την δημοκρατία σε παγκόσμιο επίπεδο. Είναι και γιορτή μνήμης των ηρωικών τέκνων της Ελληνικής κοινωνίας που πολέμησαν τον εχθρό στα βουνά της Αλβανίας, θυσιάζοντας τη ζωή τους. Και πρέπει να τονισθεί ότι οι νεκροί εκείνοι δεν ήταν θύματα. ήταν πολεμιστές, εκπροσωπώντας όχι μόνο την κοινωνία της εποχής εκείνης αλλά το Έθνος ολόκληρο. Υπήρξαν βέβαια και τα θύματα του πολέμου και της κατοχής. Τα θύματα δικαιούνται σεβασμού. Οι πολεμιστές όμως δικαιούνται θαυμασμού και ευγνωμοσύνης. Δυστυχώς έχει σημασία ότι τα ονόματα των πολεμιστών εκείνων παραμένουν άγνωστα. Ένα μνημείο αγνώστου στρατιώτη είναι βέβαια στημένο γι αυτούς. Αλλά ας ρίξουμε μια φευγαλέα έστω ματιά στο κατάλογο των πεσόντων συμπατριωτών μας (παιδιά της Αιτωλοακαρνανίας και Ευρυτανίας) της εποχής εκείνης. Το οφείλουμε. Οφείλουμε πολύ περισσότερα.

Ο Αιτωλός