Ελένη Γιαννακοπούλου Τριανταφυλλίδη


Σημείωση:

Για κάθε Αγρινιώτη οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές  καταβολές αυτού του τόπου  παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Κατωτέρω παραθέτουμε την πολύ ενδιαφέρουσα, εμπεριστατωμένη  και σημαντική μελέτη της αλησμόνητης Ελένης Γιαννακοπούλου - Τριανταφυλλίδη   που πρωτοδημοσιεύτηκε στη Ρίζα για τα Ταμπάκικα του Βραχωριού σε τρία μέρη:

Α: Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας..

Β. Από την Τουρκοκρατία μέχρι το Μεσοπόλεμο..

Γ. Στα χρόνια του Μεσοπολέμου..

 


Άλλα κείμενα της Γιαννακοπούλου εδώ:

Το Αγρίνιο του 1875 (κοινωνία Οικονομία)

Η διαμόρφωση του κοινωνικού ιστού στο Βραχώρι (Αγρίνιο)

 

 

 
Κείμενα: Γιαννακοπούλου Ελένη

Τα Ταμπάκικα του Βραχωριού

Α' Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας

α. Οι πρώτες ύλες και οι ευνοϊκές συνθήκες για την κατεργασία δέρματος

Η οικονομική ζωή στεριώνεται ανέκαθεν σε τοπικά θεμέλια. Οι άνθρωποι πασχίζουν ώστε να την καθιστούν αυτοδύναμη και αυτόνομη στον τόπο τους. Η γεωγραφική θέση του τόπου, οι φυσικοί πόροι, οι γεωοικονομικές δυνατότητες, η γειτνίαση με εμπορικά λιμάνια, καθώς και η ζήτηση της εξωτερικής αγοράς είναι οι συνιστώσες που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη ντόπια οικονομία και τις σχετικές μ' αυτή δραστηριότητες τόσο στον πρωτογενή τομέα (εμπορευματοποίηση πρώτης ύλης), όσο και στο δευτερογενή (επεξεργασία πρώτης ύλης).

Η γεωργία και η κτηνοτροφία είναι οι κύριοι μοχλοί της οικονομικής ζωής στην προβιομηχανική ρουμελιώτικη κοινωνία. Σιτοβολώνας της περιοχής είναι βέβαια το Ξηρόμερο1 και οι παραποτάμιες ζώνες Αχελώου και Ευήνου. Στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές με τον παρατεταμένο χειμώνα, όπου οι κλιμακωτές πεζούλες με την τέχνη της ξερολιθιάς συγκρατούν το λιγοστό χώμα, χάρη στο μόχθο του χωρικού, η απόδοση της οικονομίας είναι μικρή και αστάθμητη.2 Εδώ στα χρόνια της οθωμανικής κατάκτησης βάση της οικονομίας είναι η κτηνοτροφία. Κατά το 19ο μάλιστα αιώνα τα ποίμνια πολλαπλασιάζονται τόσο πολύ, ώστε να μην βρίσκονται λιβάδια.3 Εκτός από το κρέας και το μαλλί, το δέρμα κατεργασμένο ή ακατέργαστο ήταν κατ' εξοχήν εμπορεύσιμο είδος και στην περιοχή μας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας.4 Για την κατεργασία του δέρματος σύμφωνα με τις τεχνικές της εποχής (18ου-19ου αι.) που επιβιώνουν ως και τα μέσα του 20ού αιώνα, απαραίτητα στοιχεία είναι το νερό και ο ασβέστης, το αλάτι και οι στυπτικές και χρωστικές ουσίες. Όλα αυτά παράλληλα με την προς κατεργασία πρώτη ύλη υπήρχαν άφθονα στον τόπο μας.

Στην Αιτωλοακαρνανία η ευλογία του νερού περισσεύει: ποταμοί, λίμνες, ρυάκια, χείμαρροι, κεφαλάρια. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας είχαν αξιοποιηθεί για τη λειτουργία βυρσοδεψείων τα πλούσια νερά στη Ναύπακτο (σημερινό Γρίμποβο) και τα νερά της Ερμίτσας στο Βραχώρι.5 Στις όχθες της Ερμίτσας λειτουργούσαν και βυρσοδεψεία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, θέμα που δεν έχει επισημάνει η έρευνα μέχρι σήμερα.

Το αλάτι απαραίτητο στις τεχνικές κατεργασίας του δέρματος υπήρξε το μοναδικό προϊόν για τη συντήρηση των τροφίμων στην προβιομηχανική κοινωνία. Γι αυτό ήταν δυσεύρετο και πολύτιμο για την εποχή, όσο και το σημερινό πετρέλαιο και κατά συνέπεια αντικείμενο ανταγωνισμού των εμπορευομένων εθνών.6 Οι Βραχωρίτες μπορούσαν όμως να προμηθευτούν εύκολα αλάτι από τις γειτονικές αλυκές του Μεσολογγίου και της Λευκάδας. Στυπτική ύλη για τη σύσφιξη των δερμάτων, τη δέψη όπως έλεγαν, προμηθεύονταν οι βυρσοδέψες από το κέλυφος, «το καπάκι» του βελανιδιού και από άλλα είδη φυτών με υψηλή περιεκτικότητα σε ταινίες (το ρούδι, το σκίνο). Το ίδιο το βελανίδι, όπως και άλλα φυτά, - το θέμα θα μας απασχολήσει άλλοτε - χρησίμευαν ως χρωστικές ουσίες για τη βαφή των δερμάτων. Στην περιοχή μας ως κατ' εξοχήν δεψικό υλικό χρησιμοποιούνταν μέχρι και τον 20ο αιώνα το βελανίδι που αφθονούσε στα βελανιδοδάση του Ξηρομέρου και της κοιλάδας του Αχελώου.’ Έτσι οι βυρσοδέψες του Βραχωριού μπορούσαν εύκολα και χωρίς πολλά έξοδα να το προμηθεύονται. Το ξηρομερίτικο βελανίδι διοχετευόταν μέσω Αστακού και σε άλλα βυρσοδεψεία (Σάλωνα, Βόλο, Σάμο, κ.ά.).

Τα παραπάνω είδη έφθαναν με δίκτυο εμπόρων στα βυρσοδεψεία του Βραχωριού, όπου διαμορφώθηκε η παράδοση τεχνικών επεξεργασίας δέρματος δεδομένου όχι οι Τούρκοι είχαν ιδιαίτερη επίδοση  στη βυρσοδεψία. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε διαμορφωθεί ιδιαίτερος επαγγελματικός κλάδος οι ταμπάκηδες (tabac = δέρμα) που αποτελούσαν στις μεγαλουπόλεις ξεχωριστή συντεχνία (εσνάφι-συναφι) με επαγγελματικά μυστικά. Τα τουρκικά εσνάφια είχαν διασυνδέσεις με το δερβίσικο τάγμα των Μπεκτασήδων, Τα χριστιανικά εσνάφια είχαν προστάτη τους τον Άγιο Αθανάσιο ή την Παναγία (Σέρρες. Κοζάνη. Φιλιππούπολη).8 Πρόκειται για ένα βιοτεχνικό σύστημα με το ύφος και τις προοπτικές της Ανατολής που διαφοροποιείται από τα αντίστοιχα της Δύσης.

Η κατεργασία του δέρματος στην περιοχή του Βραχωριού στα χρόνια της Τουρκοκρατίας συνδέεται προφανώς με τα δίκτυα του ντόπιου εμπορίου. Μέσω αυτών διακινούνται οι πρώτες ύλες προς τα γειτονικά λιμάνια: Μεσολόγγι, Δραγαμέστο, Μύτικα, Βόνιτσα που αποτελούσαν γέφυρες επικοινωνίας με τη Δύση.9 Από τα μέσα του 17ου αιώνα η Μασσαλία ήταν η κατά εξοχήν αγορά δέρματος που έφθανε στην Ευρώπη από την Ανατολή (κυρίως Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Πόντος, Αλεξάνδρεια). Δεν αποκλείεται η παραγωγή των βυρσοδεψείων στο Βραχώρι να τροφοδοτούσε το εκεί εμπόριο των Εβραίων - αποτελούσαν το 1/5 του πληθυσμού και επιδίδονταν στο εμπόριο του μεταξιού10 που είχαν στενότερες σχέσεις με τους Τούρκους. Εξάλλου σύμφωνα με αγορανομικούς κανονισμούς (15ο και 16ο αι.) και ιεροδικαστικές πράξεις οι σφαγείς ήταν υποχρεωμένοι να πωλούν τα δέρματα στους ντόπιους βυρσοδέψες. Και μόνο σε περίπτωση επάρκειας τα τομάρια πουλιόνταν εκτός περιοχής. Οι βυρσοδέψες επίσης δεσμεύονταν να διαθέσουν τα κατεργασμένα δέρματα εκτός περιοχής, αν οι ντόπιοι τεχνίτες (υποδηματοποιοί, σαγματοποιοί κ.ά.) είχαν προμηθευτεί όσες ποσότητες χρειάζονταν. Δέρματα κατάλληλα για στρατιωτικούς εξοπλισμούς, δηλ. για την κατασκευή σελών, στολών, υποδημάτων, υπόκεινταν σε περιορισμούς εξαγωγών. Απαγορεύσεις εξαγωγών εκτός της Αυτοκρατορίας ίσχυαν και για τα πρώτης ποιότητας κατσικίσια δέρματα, τα λεγάμενα σαχτιάνια (sahtiyan) που προορίζονταν κυρίως για τις ανάγκες του παλατιού. Για τα κοινά δέρματα αγελαδινά και βουβαλίσια που προορίζονταν για είδη καθημερινής χρήσης οι περιορισμοί ήταν λιγότεροι. Πάντως στις εξαγωγές δερμάτων, όπως και των σιτηρών αλόγων, πολεμικών υλών (μπαρούτι, ξυλεία) ασκούνταν αυστηροί έλεγχοι προκειμένου να διατεθούν εκτός συνόρων. Έπρεπε πρώτα να καλύπτονται οι ανάγκες του παλατιού, του στρατού και της ντόπιας αγοράς.11 Οι όροι αυτοί ευνοούσαν προφανώς και τα βυρσοδεψεία στο Βραχώρι.

Η “Ερμίτσα” βρυσομάνα του Βραχωριού και τα βυρσοδεψεία της 18ος·19ος αι.)

Η Ερμίτσα (ο χείμαρρος Τερμησσός των λογίων) που πηγάζει από τα Αραποκέφαλα και χύνεται στη Λυσιμαχία σημαδεύει από την αρχαιότητα τον αιτωλικό χώρο. Σύνορο ανάμεσα σε Ειτεαίους και Εοιτάνες (φύλα των Θεστιέων) σώζει ακόμα στο πέρασμά της τεκμήρια ιστορικής ζωής (κάστρο του Μαυροβρού κ.ά.). Αρδεύει και γονιμοποιεί «το αιτωλικό πεδίο» και ελκύει γι' αυτό τα βόρεια αιτωλικά φύλλα.12

Στην τοπογραφία της κοιλάδας του Βραχωριού, σύμφωνα με τους περιηγητές της Τουρκοκρατίας, εξακολουθεί να δεσπόζει η Ερμίτσα. Το Βραχώρι που εκτεινόταν ανατολικότερα του σημερινού - η αγορά του ήταν στα σημερινά πλατάνια της Ντούτσαγας - φαίνεται καθισμένο στα πόδια της. Η Ερμίτσα είναι η βρυσομάνα του. Με τα νερά της ξεδιψούσαν οι πληθυσμοί και αρδεύονταν οι καλλιέργειες στον κάμπο του Βραχωριού. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας υπήρχε άρτιο σύστημα υδρεύσεως με κιούνια (υπόγειους αύλακες) που διοχεύτευαν μέρος του νερού της Ερμίτσας στο Βραχώρι. Παράλληλα το αυλάκι με το νερό της Ερμίτσας διέσχιζε «το Ρουπακιά» με τους αμπελώνες, τους ελαιώνες και τα καπνοχώραφα, αληθινή ευλογία για καλλιέργειες και καλλιεργητές, για τα νοικοκυριά και τη βραχωρίτικη «πάστρα». Το νόστιμο ποταμίσιο νερό ξεφλόγιζε ως τις μέρες μας την εργατιά, φθάνοντας ως την Ντούτσαγα και ανθίζοντας τον τόπο στο πέρασμά του.13

Εκεί στην απόληξη του αυλακιού λειτουργούσαν οι τρεις αλευρόμυλοι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, οι γνωστοί ως μύλοι τ' Αλάμπεη. Με το ίδιο νερό απ' την Ερμίτσα κινούνταν ο μύλος του Καλκάνη κοντά στα παλαιότερα δημοτικά σφαγεία, ο νερόμυλος του Σέλου και ένας ταμπακόμυλος. Δύο από τους μύλους της Ντούτσαγας λειτουργούσαν ως και τα χρόνια της Κατοχής για το τρίψιμο του σιταριού.14 Η κατανομή του νερού της Ερμίτσας υπήρξε θέμα τριβών και ανταγωνισμών μεταξύ των μπέηδων της περιοχής. Έτσι έγινε συμφωνία ανάμεσα στον Αλάμπεη του Βραχωριού και τον Μουσταφά Αλή σπαχή του Μουσταφουλιού για το μοίρασμα των νερών της Ερμίτσας προκειμένου να αρδεύονται χωράφια και άνθρωποι εκατέρωθεν του χειμάρρου. Με τα νερά της Ερμίτσας κινούνταν επίσης μύλοι και μαντάνια κατά μήκος του ποταμού. Εκεί λίγο παρακάτω από τη σημερινή νεροτριβή (Νάστα), όπου το ελικοειδές του χειμάρρου κρατούσε πλούσια νερά και δημιουργούσε φυσικές δεξαμενές βρίσκονταν και τα βυρσοδεψεία των χρόνων της Τουρκοκρατίας, ενάμισυ χιλιόμετρο έξω από την πόλη.

Το Βραχώρι ήταν περισσότερο στρατιωτική παρά εμπορική πόλη. Τα δίπατα και τρίπατα σπίτια ανήκαν στην στρατιωτική ιεραρχία των Τούρκων και κάποιους προεστούς (Στάικος, Δημοτσέλιοι, Βλαχόπουλοι). Πολλοί Έλληνες ήταν κολλήγοι στα τσιφλίκια. Η οικονομική εξαθλίωση λόγω της βαρειάς φορολογίας δεν επέτρεπε την ανέγερση ιδιόκτητων σπιτιών. Οι λιγοστές ιδιοκτησίες ήταν χαμόσπιτα. Εξάλλου κάθε ευρύχωρο σπίτι επιτάσσονταν από τους Τούρκους για «κονάκι», κατάλυμα, των τουρκικών στρατευμάτων που ανελλιπώς περνούσαν απ' το Βραχώρι και στάθμευαν πάντα εκεί. Σ' αυτό το πλαίσιο ασφυκπούσε κάθε οικονομική και βιοτεχνική δραστηριότητα. Οι Τούρκοι ζούσαν από το εισόδημα των τιμαρίων τους και οι Έλληνες απ' το μεράδι στα γεννήματα. Το εμπόριο βρισκόταν αποκλειστικά στα χέρια των Εβραίων - υπήρχαν 120 οικογένειες - που διέμεναν ανάμεσα στον τούρκικο και το βραχωρίτικο μαχαλά (ζώνη Αγίας Τριάδας - Αγίου Χριστοφόρου). Μέσα στην πόλη η αγορά δεν είναι πια εύρωστη όπως το 17ο αι. Η περιοχή βρίσκεται σε έκρυθμη κατάσταση λόγω του κλεφταρματολισμού. Στις αρχές του 19ου αιώνα τα μαγαζιά ήταν λιγοστά και δεν υπήρχε καμιά βιοτεχνία. Μόνο στις όχθες της Ερμίτσας επισημαίνονται από τον Pouqueville εργαστήρια κατεργασίας δέρματος που ανήκαν σε Τούρκους βυρσοδέψες και λειτουργούσαν σύμφωνα με τις γνωστές στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τεχνικές. Ιδιαίτερα δούλευαν στο Βραχώρι τα κίτρινα και τα κόκκινα δέρματα, τα λεγάμενα μαροκινά.15 Η εύρωστη κτηνοτροφία στην περιοχή μας εφόδιαζε με δέρματα και τα βυρσοδεψεία του Βραχωριού. Δέρματα από κατσίκες, τράγους, πρόβατα, βουβάλια, αλλά και λαγούς και ελάφια ή ζαρκάδια. Σχετικά με το εμπόριο του δέρματος δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία. Το γειτονικότερο κέντρο του εμπορίου δερμάτων ήταν τα Γιάννενα. 

Η απομάκρυνση των βυρσοδεψείων από την πόλη εκτός από την εξεύρεση του νερού υπηρετούσε και λόγους υγιεινής. Ο χώρος λόγω της επεξεργασίας του δέρματος ήταν ανθυγιεινός και μολυσμένος, ΓΓ αυτό τα βυρσοδεψεία συνήθως ιδρύονταν στις παρυφές των πόλεων (Γιάννενα στην ανατολική πλευρά της λίμνης και παλιότερα κοντά στο παραλίμνιο μοναστήρι της Παναγίας της Ντουραχάνης, Θεσσαλονίκη στην περιοχή του αρχαίου λιμανιού, Ζάκυνθος κοντά στη θάλασσα).16

Συνεχίζει......

Κείμενα Ιστορίας...
 Μ. Γκιόλια: Οι απαρχές του θεάτρου στο  Αγρίνιο.

Γερ. Παπατρέχα: "Oι Απαρχές της ιστορίας του Αγρινίου"

Ι. Νεραντζή:  "Η απελευθέρωση του Αγρινίου το 1821"

Λένας Γιαννακοπούλου: "Το Αγρίνιο του 1875"

Ι. Διονυσάτου: "Η τύχη των Εβραίων του Βραχωριού"

Αθ. Παλιούρα: "Για ένα καρβέλι ψωμί"

Μ. Γκιόλια: Η τυπογραφία και δημοσιογραφία στο Αγρίνιο

Δημ. Πριόνα: "Κώστας Σιαδήμας"

Εφημερίδα "Φωνή του λαού": Η εκτέλεση των 120

Λένα Γιαννακοπούλου: "Η διαμόρφωση του κοινωνικού ιστού ..."

Νίκου Καπώνη: "Ο παλαιός Άγιος Χριστόφορος"

Τασούλα Βερβενιώτη: Ζαπάντ, η Μεγάλη Χώρα της σιωπής

Γιάννη Νεραντζή: "Το Σαντζάκιον του Κάρλελι"

Γιάννη Νεραντζή: "Το Βραχώρι εκάη"

Γερ. Παπατρέχα: Ακαρνανικά "Αλυζία"

Ι. Νεραντζή: Το Βραχώρι στην Τουρκοκρατία

Ι. Νεραντζή: Το Ζαπάντι στην Τουρκοκρατία

 

Υπομνηματισμοί:

1.  F.C.H.L. Pouqueville, Voyage dela Grece, Pans 1826, τ.2, σσ. 415-417.

2. Ελ Γιαννοπούλου, Τα δημητριακά στην περιοχή της Ναυπάκτου, (Καλλιέργειες - παραγωγή - εμπορευματοποίηση): Τεκμήρια και υποθέσεις. Πρακτικά Β'Επιστημονικού Συνεδρίου Ναυπα- καακώνΜελετών, (Ναύπακτος, 17-19 Οκτωβρίου 1998), (υπό έκδοση στα πρακτικά).

3.   Με το θέμα της κτηνοτροφίας κατά το 19ο αιώνα θα ασχοληθούμε σε άλλο δημοσίευμα.

4. Για την εξαγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων από την Αιτωλοακαρνανία, Archives de la Chambre de Commerce de Marseille, Serie, L, LXFonds Roux (1728-1843), r. 758. Missolonghi, Lettres d' Ambroise Jullien, vice-consul de France (1735-1750): σε πολλές επιστολές και στατιστικές του υποπρόξενου.

5. Για τα βυρσοδεψεία στη Ναύπακτο, F.C.H.L. Pouqueville, Voyage en Moree, a Constantinople, en Albanie pendant les annees 1798, 1799, 1800 et 1801, Pans 1805, r. 2, σ. 25: Ils fabriquent des maroquins qui nvalisent par la vivacite des couleurs par le grain etla preparation avec les plus beaux que ΐ Orient prepare: Για τα βυρσοδεψεία στηνΕρμίτσα (Τερμησσό) Pouqueville, Voyage de la Grece, t. 3, σ. 512: Je ne trouvai que quelques ateliers turcs au bord de la Thermisse, oh ils ont etabli des manufactures de maroquins rouges etjaunes qu' on prepare maintenant dans toute la Turquie.

6. Ελ. Γιαννακοπούλου, To Αλάτι, μεσογειακό προϊόν ανταγωνισμού: Η περίπτωση της Δυτικής Ελλάδας (15ος-19ος αι.). Συνέδριο ΕΤΒΑ (Μυτιλήνη, 23-16 Οκτωβρίου 1999) (υπό έκδοση στα πρακτικά).

7. Ελ. Γιαννακοπούλου, Γαλλοελληνική εκμετάλλευση δασών. Ένα εμπόριο με προεκτάσεις, Αθήνα 1987, σσ. 7-8. Για τα δάση και την εκμετάλλευση του βελανιδιού θα επανέλθουμε σε μελλοντική δημοσίευση.

δ.Ευαγγ. Μπαλιά, Η βυρσοδεψία στην Τουρκοκρατία, στο «Προβιομηχανική βυρσοδεψία στην Ελλάδα», Αθήνα, (ΕΤΒΑ) 1997, σ. 41, Γ. Παπαγεωργίου, Οι συντεχνίες στα Γιάννενα κατά τον 19ο και ης αρχές του 20ου αιώνα, Ιωάννινα 1982, σσ. 35-37,252.

9. Κ Σάθα, «Εμπορίανκαι φορολογία ενΕλλάδι κατά την Τουρκοκρατίαν» Οικονομική Επιθεώρησις, τ. 6 (1878-1879), σ. 516-517, για το Μεσολόγγι. Για ταλιμάνια του Ξηρομέρου, Mix. Πετροχείλου, Η οικογένεια Μαυροματαίων εκ Πατούνας Ακαρνανίας, ΕΕΣΜ, τ.Γ' (1971 -1972), σσ. 297-300.

10. Pouqueville, Voyage de la Grece, όπ. π., τ. 3, σσ. 512.

Π.Μπαλτά, Η βυρσοδεψία στην Τουρκοκρατία, όπ. π,.σσ., σ.41.

12. W.J.Woodhouse, Aetolia, its geography, topography and antiquities, Oxford 1897. Φωτοτυπική επανέκδοση New York 1973, σσ. 16, 87, 173, 180, 184. Κ. Στεργιοπούλου, Η Αρχαία Αιτωλία, Εν Αθήναις 1939, σσ. 4,18 και 92.

13. Pouqueville, Voyage de la Grece, τ. 3. Σ. 512. G. Depping, La Grece ou Descdption topogra- phique de la Livadie de la Moree et de l'Archipel contenant des dStails curieux sur les moeurs et usages des habitants de ses contrees, a Paris 1830, r. II, a. 232. Για τηνΕρμίτσα βλ. και λήμμα Βραχώρι στηνΑΕΕ Εγκυκλοπαίδεια, r. I, σ.181. Για πιν πολύβουη αγορά του Βραχωριού με τα πολλά μαγαζιά το 17ο αι. I. Γιαννοπούλου, Ηπεριήγησις τουΕβλιά Τσελεμπή ανά την Στερεά Ελλάδα, ΕΕΣΜ, τ.Β. (1969-1970), σσ. 182.

14. Για τους μύλους και τη νερά στην Αιτωλοακαρνανία ετοιμάζουμε ειδική εργασία.

15. Για την οικιστική φυσιογνωμία του Βραχωριού, βλ. Λένας Γιαννακοπούλου - Τριανταφυλλίδη, Όψεις του παλιού Βραχωριού, Α'Ρίζα Αγρινιωτών, τχ. 26-27, Νοέμβριος 1997, σ. 39.Πρβλ. σημ. 5 και 13.

16. Παπαγεωργίου, Οι συντεχνίες στα Γιάννενα, όπ.π.σ, 254

Νέα Εποχή © 2006 

Πρώτη σελίδα | Μνήμες | Εικόνες | Αξιοθέατα | Γειτονιές