Προβληματισμοί
Δημοσθένη Γεωργοβασίλη:
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΜΦΙΒΟΛΟ;
1. Έννοια και ιστορία του
Κοινοβουλευτισμού: Ο Κοινοβουλευτισμός ως κρατικός
θεσμός στο πλαίσιο συνταγματικώς διοικούμενων λαών είναι άρρηκτα
συνδεδεμένος με την αρχή της αντιπροσώπευσης του λαού και έχει μακρά
παράδοση με θριάμβους και ήττες σε κάποια κράτη της Δυτικής Ευρώπης·
όμως στις μέρες μας απτά εκφυλιστικά γεγονότα και δυσοίωνες
προβλέψεις φαίνεται να προαναγγέλλουν αβέβαιο το μέλλον του.
Ο Κοινοβουλευτισμός κατέστη οργανωμένος
κρατικός θεσμός, παράλληλα προς την επικράτηση της βιομηχανικής
επαναστάσεως, αρχικά στην Αγγλία και στη συνέχεια μεταδόθηκε σε
πολλά κράτη της υφηλίου, ιδιαίτερα μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο
πόλεμο. Ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα αρχίζει να
αναγνωρίζεται το γενικό εκλογικό δικαίωμα, στην αρχή σ’ όλους τους
άρρενες πολίτες και βραδύτερο και στο γυναικείο πληθυσμό. Έτσι το
Κοινοβούλιο αποκτάει δύναμη, η οποία ωθεί αναγκαστικά στην
διαμόρφωση δικαιακού και κοινωνικού κράτους. Αυτό το κράτος αμέσως
εισήλθε σε μια διαρκή και παραμόνιμη σύγκρουση με τις προσδοκίες και
τις απαιτήσεις των ομάδων και των ενώσεων της οργανωμένης
βιομηχανικής κοινωνίας.
Για την προστασία των συμφερόντων των
κοινωνικών ομάδων δημιουργήθηκαν, στην αρχή χαλαρά, μέσα στο
Κοινοβούλιο μικρές ομάδες αντιπροσώπων των πιεστικών ομάδων
συμφερόντων. Οι κοινοβουλευτικές αυτές ομάδες με τον καιρό
εξελίχθηκαν σε πολιτικά κόμματα, τα οποία διαμόρφωσαν πολιτικά
προγράμματα, για να ενημερώνουν τους πολίτες σχετικά με τα σχέδιά
τους, αν εκείνοι με την ψήφο τους τούς εξουσιοδοτούσαν να γίνουν
βουλευτές, δηλ. υπερασπιστές των συμφερόντων τους. Τα κόμματα
επεξεργάσθηκαν κανονισμούς πολιτικής συμπεριφοράς των βουλευτών τους
και επέβαλαν σ’ αυτούς περιορισμούς, με τους οποίους προσδιόριζαν το
πλαίσιο της σχετικής ανεξαρτησίας των βουλευτών τους. Έτσι οι
βουλευτές, ενώ εκλέγονται ως αντιπρόσωποι του λαού της εκλογικής
τους περιφερείας, εν τούτοις πολιτειολογικώς θεωρούνται αντιπρόσωποι
όλου του λαού, ενώ στην πραγματικότητα καθίστανται εκπρόσωποι των
κομμάτων, δηλαδή χάνουν την ελευθερία ανεξάρτητης κινήσεως εντός του
Κοινοβουλίου.
2. Η φθορά του θεσμού:
Το Κοινοβούλιο ως άθροισμα τέτοιων κομματικών εκπροσώπων έχασε
την αρχική δύναμή του, με την οποία μπορούσε να ελέγχει την
Κυβέρνηση και να αποτελεί δύναμη νομοθετικής εξουσίας. Και λόγος
απώλειας της δύναμής είναι ότι το κόμμα, βάσει των διαφόρων
συμφερόντων, που το στηρίζουν και αθέσμως το χρηματοδοτούν,
υπαγορεύει στους βουλευτές του την πλαγιαστική κοινοβουλευτική
συμπεριφορά τους. Αλλά και οι ομάδες κομματικής επιρροής, έχοντας ως
ηγετικούς πυρήνες τους κορυφαία κομματικά στελέχη, εμπλέκονται
κάποτε σε αλληλεξοντωτικό ανταγωνισμό για την εκλογή αρχηγού του
κόμματος. Ο αρχηγός αυτός, αν έχει ως εφόδιά του την καλή γνώση της
κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής πραγματικότητας του καιρού του
και της ιστορίας, αλλά και αν τύχει να είναι προικισμένος με το
τάλαντο της δεινής ρητορείας ή ακόμα και της σοφιστικής δημαγωγίας,
πρέπει να εγγυάται ελπιδοφόρα αγωνιστική αντιμετώπιση των αρχηγών
των άλλων κομμάτων. Έτσι ο κομματικός Κοινοβουλευτισμός μεταποιείται
και μεταπίπτει σε μηχανισμό εντολοδότη και εντολοδόχων. Οι βουλευτές
είναι υποχρεωμένοι να αποδέχονται και να εφαρμόζουν ευλαβώς τις
ντιρεκτίβες του κομματικού κέντρου. Αλλά και η ρευστή συμμαχία
ετερόκλιτων ή ιδεολογικώς συγγενικών κομμάτων με τη μορφή του
συνασπισμού εξασθενίζει τη δύναμη του Κοινοβουλευτισμού και τον
μετατρέπει σε λυκοφιλικές εταιρείες εκβιασμών, τρομοκρατίας,
τραμπουκισμού και ενίοτε βίαιων ή και αιματηρών συγκρούσεων.
3. Η κλασσική θεωρία του
Κοινοβουλευτισμού: Είναι γνωστό ότι η κλασσική
θεωρία περί της φύσεως και του προορισμού του Κοινοβουλίου απέδιδε
σ’ αυτό την αρμοδιότητα να ελέγχει και να προσδιορίζει ολόκληρη την
περιοχή της Πολιτικής. Έτσι η Εκτελεστική εξουσία εξαρτιόταν από τη
Νομοθετική, με αποτέλεσμα Διοίκηση και Κυβέρνηση να συγχέονται και
συχνά να ταυτίζονται. Ύστερα όμως από τις πιέσεις, που άσκησε η
μοντέρνα βιομηχανική κοινωνία, η Διοίκηση εντάχθηκε στην Εκτελεστική
εξουσία, η οποία εφαρμόζει τους νόμους, που βέβαια πρέπει να είναι
πάντοτε σύμφωνοι με το θεμελιώδη νόμο τους κράτους, δηλ. με το
Σύνταγμα. Η Κυβέρνηση βάσει της αρχής της νομιμότητας διαμορφώνει τη
γενικότερη πολιτική του κράτους, καταρτίζει τον προγραμματισμό
γενικά και αναθέτει στη Διοίκηση και τις διοικητικές υπηρεσίες την
εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής. Η Κυβέρνηση πρέπει να έχει την
τόλμη να προβαίνει στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, τις οποίες
προδιαγράφουν οι εξελίξεις της Κοινωνίας και της Οικονομίας.
4. Όροι πολιτικής σταθερότητας:
Η τόλμη της Κυβέρνησης για μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες
προϋποθέτει ισχυρή κοινοβουλευτική δύναμη, δηλ. στην ουσία ο
κομματικοκρατικός Κοινοβουλευτισμός υποχρεώνει σε στενή σύνδεση της
Κυβέρνησης με τα κόμματα, που τη στηρίζουν, ενώ παράλληλα αναγκάζει
και την Αντιπολίτευση σε παρόμοια σχέση, ώστε και εκείνη να έχει τη
δύναμη, χρησιμοποιώντας το Κοινοβούλιο ως δημόσιο βήμα, να ελέγχει,
να επικρίνει, να συγκρούεται με την Κυβέρνηση και τα κόμματα, που
ενδεχομένως τη στηρίζουν, προτείνοντας συγχρόνως εναλλακτικές λύσεις
για μια καλύτερη Πολιτική και πιέζοντάς την για εφαρμογή ενός μέρους
των δικών της πολιτικών ιδεών. Συνάμα, αν μπορεί, προσπαθεί με
επιχειρήματα να ενσταλάξει στη συνείδηση των ψηφοφόρων την πίστη,
ότι η δική της Πολιτική προτείνει τις καλύτερες εναλλακτικές λύσεις,
οπότε ασκώντας αφόρητες πιέσεις αποσκοπεί στο να επιτύχει την πτώση
της Κυβέρνησης.
Αλλά η Κυβέρνηση της κοινοβουλευτικής
πλειοψηφίας στελεχώνεται πάντοτε με τα δραστηριότερα κομματικά
στελέχη, τα οποία έχουν ως αποστολή τους να πραγματώνουν κράτος
δικαίου με βάση τη νομοθεσία. Τα στελέχη αυτά χαλυβδώνουν άρρηκτες
τις σχέσεις του κόμματος με την Κυβέρνηση και επιτυγχάνουν, ώστε η
Εκτελεστική εξουσία να καθοδηγεί σε μεγάλο βαθμό την Νομοθετική.
Αυτό π.χ. συμβαίνει με την Κάτω Βουλή της Μ. Βρετανίας, η οποία
τελεί σε διαρκή χειραγώγηση από την Κυβέρνηση. Τότε ένα τέτοιο
Κοινοβούλιο δεν διαθέτει τη δύναμη να εξαναγκάσει σε πτώση την
Κυβέρνηση και η πολιτική σταθερότητα εξασφαλίζει ειρηνική διαβίωση
των πολιτών.
5. Είναι επικίνδυνοι και περιττοί οι
βουλευτές; Αν όμως η Κυβέρνηση έχει ενισχύσει τα
διάφορα υπουργεία με το απαραίτητο επιστημονικό και γραφειοκρατικό
δυναμικό, ικανό να καταρτίζει σύννομα νομοσχέδια, που εισάγονται στη
Βουλή προς ψήφιση, τότε είναι περιττοί ή και επικίνδυνοι και μάλιστα
τριακόσιοι βουλευτές, που στην πλειονότητά τους και κατά τεκμήριο
είναι νομικώς ακατάρτιστοι και επομένως ανίκανοι να συμβάλλουν στην
επεξεργασία και τις τροποποιήσεις των νομοσχεδίων. Και θα είναι
περιττοί, αφού τα νομοσχέδια θα είναι επεξεργασμένα από τους
ειδικότερους επιστήμονες υπαλλήλους του υπουργείου· θα είναι δε και
επικίνδυνοι οι βουλευτές, διότι ως όργανα του κόμματος, δηλ. των
οργανωμένων εξωκοινοβουλευτικών συμφερόντων, δεν θα αγωνίζονται όχι
μόνο για τα συμφέροντα των εκλογέων τους, αλλά ούτε και για το
γενικό καλό, παρά μόνο για την απόδοση οφειλής στους προστάτες και
χρηματοδότες του κόμματος ή και των εαυτών τους. Θα είναι δηλαδή
ευεπίφορα θηράματα για τους βρόχους και τις παγίδες της διαφθοράς.
Σήμερα η πολιτική διαφθορά έχει εισχωρήσει παντού, ακόμα και στο
γερμανικό κοινοβούλιο, το οποίο, ως γνωστόν, είναι το μόνο μεταξύ
των κρατών της Δυτικής Ευρώπης, το οποίο διατηρεί για τον εαυτό του
το δικαίωμα να επεξεργάζεται βαθιά, και σε πολλές περιπτώσεις να
μεταβάλλει ριζικά, τα νομοσχέδια, που η Κυβέρνηση εισάγει σ’ αυτό
προς ψήφιση.
5. Γιατί επιδεινώνεται η κρίση;
Βεβαίως η διαρκώς αυξανόμενη δύναμη της Εκτελεστικής
εξουσίας, που είναι συνέπεια της τεράστιας αύξησης των καθηκόντων
του μοντέρνου κράτους, δυσχεραίνει την εποπτεία και τον έλεγχο, που
το κομματικό κράτος ή το Κοινοβούλιο θέλει να ασκεί δραστικά πάνω
στην Κυβέρνηση. Και μόνον, αν λειτουργεί μια ζωτική κοινοβουλευτική
Αντιπολίτευση με σκοπό την υπηρεσία του γενικού συμφέροντος χωρίς
φτηνή δημαγωγία και σχιζοφρενικά συμπτώματα νευρωσιακού αρνητισμού,
μόνο αν τα κόμματα, που συμπαραστέκονται στην Κυβέρνηση, κατανοούν
τον εαυτό τους όχι ως απλούς συμπαραστάτες της Κυβέρνησης ή βοηθούς
της γραφειοκρατίας, μόνο τότε είναι δυνατόν να μην περιέρχεται σε
κρίση το Κοινοβούλιο. Αλλά αυτά είναι απλώς υποθέσεις και ευσεβείς
πόθοι. Γιατί η κρίση παραμένει, βαθαίνει και επιδεινώνεται.
6. Η αντιπροσώπευση ως πέτρα
σκανδάλου: Ο βαθύτερος λόγος για την επιδείνωση της
κρίσης του Κοινοβουλευτισμού φαίνεται ότι οφείλεται στο πρόβλημα της
αντιπροσώπευσης, η οποία ενεργεί μέσα και έξω από το Κοινοβούλιο ως
λίθος προσκόμματος της δημοκρατίας και πέτρα σκανδάλου για το κράτος
δικαίου και ισοπολιτείας. Το αντιπροσωπευτικό σύστημα της
δημοκρατίας υποχρεώνει τους πολίτες ψηφοφόρους να εκλέγουν
αντιπροσώπους των συμφερόντων τους, οι οποίοι πρέπει να αναλαμβάνουν
την αποστολή να μάχονται και να νομοθετούν εντός του Κοινοβουλίου
κυρίως προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων των εντολέων τους, αφού στη
δημοκρατία ο λαός είναι η πηγή της πολιτικής εξουσίας. Βεβαίως το
άριστο θα ήταν η εφαρμογή της άμεσης δημοκρατίας, όπως αυτό γινόταν
στην εκκλησία του δήμου των αρχαίων Αθηναίων. Ή έστω η εφαρμογή των
περιφερειακών δημοψηφισμάτων για προβλήματα τοπικού χαρακτήρα. Αλλά
κάτι παρόμοιο σήμερα η Πολιτειολογία το θεωρεί αδύνατο στα μεγάλα
κράτη, μολονότι κάποιοι θεωρητικοί της Πολιτικής, και μεταξύ τους
κατ’ εξοχήν ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ στο περίφημο «Κοινωνικό Συμβόλαιο»,
υποστηρίζουν ότι και στα σύγχρονα μεγάλα κράτη με τους πληθυσμούς
των πολλών δεκάδων εκατομμυρίων η θέληση των ψηφοφόρων «δεν
επιδέχεται αντιπροσώπευση», άρα είναι δυνατή η άμεση δημοκρατία.
7. Η αντιπροσώπευση ως γενεσιουργός
δυσεπίλυτων προβλημάτων: Ως τόσο σήμερα παντού,
όπου ισχύει το πολίτευμα της δημοκρατίας -πλην της Ελβετίας-
επικρατεί το αντιπροσωπευτικό σύστημα, το οποίο έχει καταστεί τόσο
περίπλοκο και πονηρό, ώστε όχι μόνο δεν επιλύει προβλήματα, αλλά
αντίθετα γεννάει ολοένα και συνθετότερα. Τέτοια προβλήματα είναι: τα
προσόντα των ψηφοφόρων, των οποίων η ψήφος έχει το ίδιο κύρος παρά
τις κραυγαλέες ανισότητες και τις καταλυτικές ατομικές διαφορές των
ψηφοφόρων· έπειτα είναι η άνιση κατανομή των εκλογικών περιφερειών
και των βουλευτικών εδρών, με αποτέλεσμα να εκλέγεται βουλευτής με
άθροισμα ψήφων δύο χιλιάδες και να αποτυγχάνει άλλος με σύνολο ψήφων
εικοσιπέντε χιλιάδες· ακολουθεί η προκρούστεια κλίνη του εκλογικού
νόμου, ο οποίος χρησιμοποιείται εκάστοτε ως φούρνος του χότζα, ώστε
με τις μπερτολδικές πανουργίες του να ισοσταθμίζει το πλέγμα
ηττοπάθειας του κυβερνώντος κόμματος με τις φρούδες ελπίδες μιας
υπαρπαγμένης νίκης. Ένα άλλο πρόβλημα αποτελούν οι μέθοδοι, με τις
οποίες υποδεικνύονται στο λαό οι υποψήφιοι βουλευτές, αλλά και οι
τρόποι, με τις οποίους ζητείται η εξακρίβωση των επιθυμιών των
ψηφοφόρων, με αποτέλεσμα τις αθέμιτες συναλλαγές, τις εξαγορές
συνειδήσεων και την αποθέωση των μεθόδων έρευνας της Κοινής Γνώμης.
Αλλά μέγα πρόβλημα είναι και η παρασπονδία του εκλεγμένου
αντιπροσώπου, ο οποίος εύκολα και αδίστακτα απεμπολεί το συμβόλαιο
τιμής, που είχε υπογράψει με τους ψηφοφόρους του, και παραδίνεται
τυφλά λόγω κομματικής πειθαρχίας στη γραμμή του κόμματος ή και
ενίοτε ενεργώντας ω «κύων της Τριχωνίδος» μεταπηδάει σε άλλο
συγγενές ή και αντίθετο πολιτικό κόμμα.
8. Η νόθευση της πολιτικής ταυτότητας
του λαού: Είναι προφανέστατο ότι το
αντιπροσωπευτικό σύστημα της έμμεσης δημοκρατίας όχι μόνο δεν
εξυπηρετεί τα συμφέροντα των οργανωμένων ομάδων των ψηφοφόρων, αλλά
νοθεύει και την αρχή της πολιτικής ταυτότητας του λαού. Έτσι και ο
λαός εμποδίζεται να εκφράζεται μέσα από την άσκηση των
δημοψηφισμάτων (plebiscite),
τα οποία και μόνο θα μπορούσαν να καταξιώνουν το περιεχόμενο της
αληθινής δημοκρατίας. Άλλωστε και η θεωρία του δημοκρατικού
αντιπροσωπευτικού συστήματος υποστηρίζει ότι οι βουλευτές
αντιπροσωπεύουν ολόκληρο το έθνος («Εθνική Αντιπροσωπεία») και γι’
αυτό τάχα δεν είναι υποχρεωμένοι να παραμένουν δέσμιοι από τις
εντολές ή τις υποδείξεις των εκλογέων τους! Γι’ αυτό ακριβώς βλέπεις
συχνά το Κοινοβούλιο να αποφασίζει ερήμην του λαού για την εκλογή
του προέδρου της δημοκρατίας ή για την ένταξη της χώρας σε μεγάλους
διεθνείς οργανισμούς ή για την εισαγωγή μέτρων διοικήσεως, τα οποία
υπαγορεύουν κάποιες συμβατικές υποχρεώσεις της χώρας ή ακόμα και για
τη σύναψη συμμαχιών ή αναγνώριση ταπεινωτικών και βλαπτικών
απαιτήσεων εκ μέρους γειτονικών και άλλων χωρών. Τέλος η κομματική
πλειονοψηφία αποφασίζει ακόμα και την εκχώρηση μέρους ή του συνόλου
της πολιτειακής επικυριαρχίας σε αλλοεθενείς δυνάμεις, οι οποίες
υποδουλώνουν απροθέσμως τον παραπλανημένο λαό. Το Κοινοβούλιο
υποκύπτοντας στις πιέσεις των ισχυρών «δανειστών», ημεδαπών και
συνήθως αλλοδαπών, χειριστών των οργανωμένων συμφερόντων, ενεργεί
και αποφασίζει σύμφωνα με τη βούληση ή τα εκλογικά συμφέροντα της
ναρκωμένης πλειονοψηφίας και παραθεωρεί τη βούληση του
«κυρίαρχου»(;) λαού, αποφεύγει να τον παιδαγωγεί πολιτικώς, τον
παραπλανάει και τον διαφθείρει ηθικώς.
9. Οι βουλευτές και τα κόμματα ως
μίσθαρνα όργανα του Κεφαλαίου: Η πολύχρωμη σύνθεση
του Κοινοβουλίου από αντιπροσώπους των διαφόρων οργανωμένων ομάδων
συμφερόντων, που είναι αποτέλεσμα του πλουραλισμού, τον οποίον
επιβάλλουν τα δεδομένα και οι δομές της σύγχρονης ανεπτυγμένης
βιομηχανικής κοινωνίας, αντί να βοηθάει στην επωφελή επίλυση των
προβλημάτων για την ευδαιμονία του λαού, αντίθετα είναι απλώς μια
έκφραση «συμβολικής χρήσης της δύναμης», διότι κατά βάση εξυπηρετεί
μόνον τα συμφέροντα των ισχυρών.
Και ισχυροί είναι εκείνοι, που
διαθέτοντας τα κεφάλαια ή την εμπορία του χρήματος κατορθώνουν να
αγοράζουν πολιτικά κόμματα, να εξαγοράζουν βουλευτές και αρχηγούς
κομμάτων και να υπαγορεύουν σ’ αυτούς τη βούλησή τους ως έκφραση της
Πολιτικής. Τέτοιοι αντιπρόσωποι του λαού ως αργυρώνητοι, εξωνημένοι
και εθελόδουλοι, όπως και παραπάνω τονίστηκε, είναι επικίνδυνοι για
τη λειτουργία αυτής της δημοκρατίας, η οποία τότε γίνεται ψευδώνυμη
και αυτόχρημα αντιδημοκρατική. Και αποδεικνύεται έτσι ότι η ιδέα της
δημοκρατίας δεν είναι αναγκαστικά συνδεδεμένη με την αρχή της
αντιπροσώπευσης, δηλ. την αντίληψη της αντιπροσωπευτικής εξουσίας,
αλλά είναι μια διαστροφή και παραλλαγή του δικαίου. Να το πούμε
καθαρά: Μια τέτοια δημοκρατία είναι οτρηρή θεραπαινίδα των ισχυρών
του Κεφαλαίου. Όθεν ο σύγχρονος Κοινοβουλευτισμός δεν είναι
δημοκρατικός θεσμός, αλλά όργανο διαστροφής, εξαγοράς και διαφθοράς.
10. Οι παραλλαγές του
Κοινοβουλευτισμού ως εξωραΐσματα της δημοκρατίας:
Βεβαίως Κοινοβουλευτισμός υπήρχε από τότε, που το εκλογικό δικαίωμα
ήταν ακόμα περιορισμένο σε πολίτες ικανής περιουσίας και εισοδήματος
και συνδεδεμένο με την απογραφή του πληθυσμού. Σήμερα όμως υπάρχουν
πολλές παραλλαγές του Κοινοβουλευτισμού, διότι τάχα η δημοκρατία από
τη φύση της μοιάζει με τον χαμαιλέοντα. Υπάρχουν αίφνης κοινοβούλια,
όπως π.χ. το ιταλικό, ικανά να εξαναγκάζουν σε πτώση τις
κυβερνήσεις· υπάρχουν άλλα, που περιορίζονται αποκλειστικά, όπως
ανωτέρω ελέχθη, στο έργο της νομοθεσίας, όπως είναι η ομοσπονδιακή
γερμανική Βουλή· υπάρχουν άλλα, που βλέπουν ως αποστολή τους το να
αντιπαρατίθενται δημόσια με άλλα κόμματα μόνο στη συζήτηση σχετικά
με σπουδαία ζητήματα και προβλήματα του έθνους (όπως η Κάτω Βουλή
της Μ. Βρετανίας)· υπάρχουν βουλευτήρια, όπως είναι το αμερικανικό
Κογκρέσο, που έχουν το πάθος να μεταχειρίζονται την Εκτελεστική
εξουσία ως συμπαίκτη παρτίδας ζατρικίου· υπάρχουν κοινοβουλευτικές
συνελεύσεις (π.χ. το γαλλικό κοινοβούλιο της Πέμπτης Δημοκρατίας),
που δεν έχουν καμιά δύναμη ούτε στην περιοχή της νομοθεσίας ούτε
στον έλεγχο της κυβέρνησης. Υπάρχουν τέλος και κοινοβούλια, όπως
είναι το Ευρωπαϊκό στο Στρασβούργο, που δεν διαθέτουν σχεδόν καμιά
πολιτική δύναμη, αλλά υφίστανται απλώς και πολυδαπάνως ως
διακοσμητικά εξωραΐσματα της δημοκρατίας. Γιατί είναι κοινό μυστικό
ότι οι ισχυροί είναι περιπαθείς «εραστές της δημοκρατίας», όταν
εκείνη εκφαυλίζεται ως πάνδημη Αφροδίτη.
11. Φόβοι ότι δεν θα ανανήψει ο
Κοινοβουλευτισμός: Ο Κοινοβουλευτισμός λοιπόν, που
από τα μέσα του 19ου αιώνα υπάρχει και λειτουργεί σχεδόν
μόνο στα δυτικά πολιτικά συστήματα, στον καιρό μας βυθισμένος σε
κώμα βρίσκεται μέσα στη δίνη μιας συνεχώς επιδεινούμενης κρίσεως,
από την οποία υπάρχουν βάσιμοι φόβοι ότι δεν θα κατορθώσει να
ανανήψει ποτέ πια. Βεβαίως πολλές φορές ειπώθηκε ότι ο
Κοινοβουλευτισμός πέθανε, αλλά είναι γεγονός ότι και ποτέ δεν
ενταφιάσθηκε. Όσο οι μάζες του λαού θα παραμένουν στο λήθαργο της
ευημερίας και του απολαυστικού βίου, οι πιέσεις, που διαρκώς θα
ασκούνται από τις οργανωμένες ομάδες συμφερόντων, θα καθιστούν
αναντικατάστατη την ιδέα της λαϊκής αντιπροσώπευσης.
12. Η δημοκρατία των δημοψηφισμάτων ως
εναλλακτική λύση: Αν όμως οι ομάδες αυτές
πλαισιωθούν και στηριχθούν από δικές τους προσωπικότητες, οι οποίες
ως εξειδικευμένες θα αγωνίζονται αδιαπραγμάτευτα μόνο και μόνο για
τα συμφέροντα της ομάδας τους, τότε η αντιπροσωπευτική δημοκρατία θα
μπορούσε να παραχωρήσει τη θέση της στην δημοψηφισματική, και
συνεπώς άμεση, δημοκρατία. Αυτό μπορεί να γίνει με την ενίσχυση της
ιδέας της αποκέντρωσης και την κραταίωση της τοπικής αυτοδιοικήσεως.
Το παράδειγμα της άμεσης δημοκρατίας της κοινότητας των Αμπελακίων
της Θεσσαλίας, όπως την ιστόρησε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου ως κύτταρο
συνεταιριστικής κοινωνίας, όπου το κοινοτικό πνεύμα του υπόδουλου
ελληνισμού για πάνω από σαράντα χρόνια λειτούργησε θαυμάσια -σύμφωνα
με το καταστατικό, που είχε συντάξει ο εμπνευστής αυτού του
πολιτικού μορφώματος μητροπολίτης Πλαταμώνος Διονύσιος-, και
αναπτύχθηκε μια «κοινή συντροφία και αδελφότης», εκείνο το
παράδειγμα θα μπορούσε να οδηγήσει και σήμερα σε ανάλογη οργάνωση
των τοπικών κοινωνιών.
Αλλά για ένα τέτοιον άθλο θα χρειαζόταν
να γεννηθεί και ένας Κλεισθένης παρόμοιος προς εκείνον τον αρχαίο,
που το 508 π.Χ. ίδρυσε τη Δημοκρατία. Και επειδή αυτό είναι απίθανο
έως αδύνατο, είναι βέβαιο ότι το μέλλον του Κοινοβουλευτισμού είναι
και θα παραμένει ακροσφαλές, όσο το κύρος των αντιπροσώπων θα είναι
θέμα δημοσιογραφικής χλεύης και λαϊκής περιφρόνησης. Και θα είναι
τέτοιο το κύρος τους, εφόσον ο λαός δεν αφυπνισθεί από τη σάλπιγγα
κάποιου αρχάγγελου, όπως λένε πως θα γίνει για τη ανάσταση των
νεκρών κατά τη Δευτέρα Παρουσία.