Kωνσταντίνου Δεσποτόπουλου:
H ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Προοίμιο - 1 Η δικαιοσύνη ώς αρετή. -2. Ή
«δικαιοσύνη πολιτικόν» - 3. Τό άνθρώπινο γένος καί η πολιτική - 4. Τό
θετικό δίκαιο, στοιχείο συνεκτικό τής κοινωνίας, καί ή σχέση του πρός τό
φυσικό δίκαιο. - 5. Το ελάχιστο περιεχόμενο του Συντάγματος, οί δύο
βασικοί θεσμοί του δικαίου καί οί λόγοι της ανεπάρκειάς τους. - 6 O
ετεροκαθορισμός δικαίου καί τά κύρια έργα του σε οιοδήποτε κοινωνικό
καθεστώς. - 7. Οί συνέπειες του ετεροκαθορισμοϋ δικαίου, περιοριστικές
είτε αυξητικές τής ελευθερίας ώς δικαιώματος. 8. Κανόνες δικαίου καί
ύποχρεώσεις δικαίου είτε δικαιώματα, ή αλληλουχία τους καί τά είδη τους.
- 9. Η πρόκυψη του αδικήματος καί η κυρωτική λειτουργία τού δικαίου. -
10. 'Η αμφισβήτηση τού αδικήματος δικαστική λειτουργία. - 11. Η θέση τής
δίκης στό σύστημα τού δικαίου, τά προσόντα δικαστών καί δικηγόρων, o
νόμος καί η επιείκεια.
*****
Προοίμιο
Ό Πλάτων γράφει «Πάσα δέ δήπου πόλις άπολις άν γίγνοιτο, έν ή δικαστήρια μή καθεστώτα εϊη κατά τρόπον» (Νόμοι 766δ) Όσο καί άν «πόλη» σήμαινε τότε κράτος ή πολιτεία, ό άφορισμός αύτός, διατυπωμένος άπό τόν ύπατο φιλόσοφο τής ανθρωπότητας, αλλά καί μέγιστο νομικό, πρίν άπό τούς διάσημους Ρωμαίους, παρέχει τό μέτρο τής αξίας του σημερινού εορτασμού, γιά τά πενήντα χρόνια ήδη άπό την ίδρυση τού Πρωτοδικείου Αγρίνιου. Καί ταιριάζει, πιστεύω, στό ήθος τού εορτασμού αύτού διάλεξη μέ θέμα «Ή δικαιοσύνη καί τό σύστημα τού δικαίου».
1.- Η δικαιοσύνη ώς αρετή.
Τό ήθικό βάρος τής δικαιοσύνης είναι τρισμέγιστο.'Υμνήθηκε ή δικαιοσύνη
ώς αρετή άπό τούς αρχαίους'Έλληνες ποιητές καί φιλοσόφους. Κατά Θέογνιν
«έν δέ δικαιοσύνη συλλήβδην πάσ’αρετή ένι», κατά Εύριπίδη «οΰθ’έσπερος
ούθ’έωος οϋτω θαυμαστός». Υιοθετεί ό ’Αριστοτέλης τίς ύμνητικές αύτές
εκφράσεις καί σχολιάζει: «πολλάκις κρατίστη των αρετών είναι δοκεί ή
δικαιοσύνη». Ό Πλάτων, εξ’άλλου, θεωρεί τή δικαιοσύνη ώς σύνθεση, καί ώς
λειτουργική προϋπόθεση γιά τήν εμπέδωση, τών τριών βασικών αρετών,
σοφίας, ανδρείας, σωφροσύνης· μάλιστα εξαιρεί τό πρός αυτήν χρέος τού
ανθρώπου, καί μέ τή δήλωση τού Σωκράτους: «δέδοικα γάρ μή ούδέ όσιον ή
παραγενόμενον δικαιοσύνη κατηγορουμένη άπαγορεύειν καί μή βοηθείν έτι
έμπνέοντα καί δυνάμενον φθέγγεσθαι».
2. -Ή «δικαιοσύνη
πολιτικόν»
Ή δικαιοσύνη όμως έπαρκεϊ μόνη, ώς ηθική αρετή, νά στηρίξει τήν ανθρώπινη κοινωνία; Καί στήν Πολιτεία ό Πλάτων, αλλά πού περισσότερο στόν Πολιτικό ή στούς Νόμους, δέν έχει τήν άφέλεια τής άμετρης αύτής αισιοδοξίας. Ιδού όμως καί τί γράφει ό Αριστοτέλης στά Πολιτικά: «ώσπερ γάρ καί τελεωθείς βέλτιστον των ζώων άνθρωπός έστιν, οΰτω καί χωρισθείς νόμου τε καί δίκης χείριστον πάντων χαλεπωτάτη γάρ άδικία έχουσα όπλα» δηλαδή, ό άνθρωπος, καθώς μόνος από τα ζώα έχει όπλα, κινδυνεύει άρα νά γίνει τό πιό κακούργο ζώο, άν δέν ύποτάσσεται σέ νόμους καί δέν διέπεται από τό δίκαιο.’Αλλά καί αποσαφηνίζει ακόμη ο ’Αριστοτέλης στό ϊδιο χωρίο: «ή δικαιοσύνη πολιτικόν ή γάρ δίκη πολιτικής κοινωνίας τάξις έστίν» δηλαδή, ή δικαιοσύνη δέν λειτουργεί ώς ήθική απλώς αρετή, άλλά είναι συνυφασμένη μέ τήν πολιτεία, μάλιστα είναι ή συντακτική τής πολιτικής κοινωνίας λειτουργία, ή συντονιστική τής συμπεριφοράς τών άνθρώπων. Πρεσβεύει, άρα, ό Αριστοτέλης ότι όρος καί χώρος τής αναγωγής τού ανθρώπου στήν άρετή, πρός ευδαιμονία του άλλωστε, είναι ή ανθρώπινη κοινωνία, ή συνταγμένη πολιτικά, ώστε μέ απαραίτητη συμβολή τού θετικού δικαίου. Ή κρίσιμη αύτή αποστολή τού θετικού δικαίου, νά εμπεδώνει τήν πολιτική κοινωνία, τήν προϋπόθεση αύτή γιά τό «ζήν» καί τό «ευ ζήν» τών άνθρώπων, έχει ώς αύτονόητη συνέπεια τήν κρίσιμη σημασία τής πολιτικής γιά τήν ύπαρξη τών άνθρώπων.
3.- Το ανθρώπινο γένος καί η
πολιτική.
Γιά τή σχέση, όμως, τών άνθρώπων μέ τήν πολιτική ήταν πολύ απαισιόδοξος ό Πλάτων, όπως καί ό Πρωταγόρας. Έκφραστικώτατος είναι ό κατά Πλάτωνα μύθος τού Πρωταγόρα μέ θέμα τίς προϋποθέσεις γιά τήν έπιβίωση τού ανθρώπινου γένους.
Σύμφωνα μέ τόν μύθο αύτόν, ό Προμηθεύς, ό φιλάνθρωπος τιτάν, μέ όνομα δηλωτικό τής προμήθειας, δηλαδή πρόνοιας καί επίνοιας, «κλέψας τήν τε έμπυρον τέχνην τήν τού Ηφαίστου καί τήν άλλην τήν τής’Αθηνάς δίδωσιν άνθρώπω» (Πλάτωνος Πρωταγόρας 321de), καί «τήν...περί τόν βίον σοφίαν άνθρωπος ταύτη έσχεν». Άπό τήν αυγή, δηλαδή, τής 'Ιστορίας τό άνθρώπινο γένος είχε ήδη άποκτήσει τεχνική, πρόσφορη γιά τόν βιοπορισμό του, καθώς ή τεχνική δέν είναι απρόσιτη ολωσδιόλου στό άνθρώπινο πνεύμα, άλλά δήμιουργείται από τήν προνοητική λειτουργία του καί τήν επινοητική δύναμή του.’Αντίθετα, όμως, ή πολιτική έμεινε άπρόσιτη σχεδόν στό άνθρώπινο πνεύμα: «ήν γάρ παρά τω Διί. Τω δέ Προμηθεΐ εις μέν τήν άκρόπολιν, τήν τού Διός οίκησιν, ούκέτι συνεχώρει εισελθεΐν πρός δέ καί αί Διός φυλακαί φοβεραί ήσαν» ώστε ή 'Ιστορία τής ανθρωπότητας χαρακτηρίσθηκε, στίς άπαρχές της, άλλά καί όχι μόνο σ’αύτές, από έλλειψη τής πολιτικής, μέ συνέπεια εξ ’άλλου την αδυναμία των ανθρώπων για ζωή ομαδική, άφοϋ βρίσκονταν σε κατάσταση αγριότητας μεταξύ τους, καί τήν ύποβολή τους άρα σέ κίνδυνο έσχατο νά έξοντωθοϋν από τά θηρία, καθώς ήταν δυσπολέμητα χωρίς κοινοπραξία των ανθρώπων, μή εφικτή όμως σ’αύτούς από έλλειψη τής πολιτικής. Άλλα, συμπληρώνει ό ίδιος μύθος, δόθηκαν ενωρίς θεόθεν στούς ανθρώπους, βλάστήσαν δηλαδή ενωρίς στις ανθρώπινες ψυχές, δύο ριζικά ήθικά συναισθήματα, ή «αιδώς» καί ή «δίκη», ώστε μέ αυτά νά καταστεί εφικτή κάπως ή συμβίωση των ανθρώπων σέ μεγάλες ομάδες, ή σύμπηξη άρα κοινωνίας.
Ή «δίκη», λοιπόν, δηλαδή τό συναίσθημα τής δικαιοσύνης, καί ή «αιδώς», τό συναίσθημα δηλαδή τής αιδημοσύνης, εξελιγμένης αργότερα καί σε φιλοτιμία, εμφανίζονται από τόν πλατωνικό Πρωταγόρα ως ήθικά συναισθήματα, έμφυτα σέ κάθε άνθρωπο, εκτός άν αυτός είναι τέρας άνηθικότητας, πρόσφορα γιά νά έμπεδώσουν τή ζωή των ανθρώπων σέ κοινωνία, ώστε καί σάν υποκατάστατα κάπως τής πολιτικής. Έξ άλλου, όμως, κατά Πλάτωνα, τά δύο αύτά ήθικά συναισθήματα, όσο καί άν είναι πολύτιμα, δέν επαρκούν γιά νά ύποκαταστήσουν τήν πολιτική παρά τήν ύπαρξή τους καί τήν κάποια εύεργετική δράση τους, ή έλλειψη τής πολιτικής εκδηλώνεται συχνά μέ δραματικές συνέπειες γιά τήν ανθρωπότητα.
Μήπως όπως διαψεύδεται από τήν 'Ιστορία ή απαισιόδοξη αύτή γνώμη τού Πλάτωνος γιά τήν σχέση τής άνθρωπότητας μέ τήν πολιτική; Δέν σημαίνει μήπως ανυπαρξία ορθής πολιτικής, ή αρνητική όψη τής κοινωνίας, δηλαδή πόλεμοι, δουλείες, διωγμοί, εκμεταλλεύσεις, ταπεινώσεις τού ανθρώπου, διασπάθιση των φυσικών πόρων τής Γής καί άλλα παρόμοια φαινόμενα, τόσο γνώριμα στήν 'Ιστορία έως καί τήν εποχή μας, όπου ακόμη τόσες άφροσύνες διαπιστώνομε καί των κυβερνήσεων καί μερίδας τού λαού; -Έξ άλλου, ή θετική όψη τής κοινωνίας, ή άποψή της δηλαδή ώς κιβωτού θαλπωρής καί προμήθειας γιά τόν άνθρωπο, ως πηγής δυνάμεων εξανθρωπισμού του καί πόρων καί ύπηρεσιών γιά τή ζωή του, είναι άπότοκες τής κερματικής έστω παρουσίας τής ορθής πολιτικής στήν 'Ιστορία.
4. Τό θετικό δίκαιο, στοιχείο συνεκτικό της κοινωνίας, καί η σχέση του πρός τό φυσικό δίκαιο
Αν ή κοινωνία προϋποθέτει καί περιέχει θετικό δίκαιο πάντοτε, ώς απαραίτητο συντελεστή ρυθμιστικό των πράξεων και παραλείψεων των ανθρώπων της, αύτό συμβαίνει, καθώς τό φυσικό δίκαιο καθ ’εαυτό δέν έ- παρκεΐ γιά τόν αναγκαίο πρός ύπαρξη τής κοινωνίας ρυθμιστικό συντονισμό τής συμπεριφοράς των ανθρώπων της. Ή «δίκη» τού Πρωταγόρα, ώς παράλληλη τής «αιδοϋς», αντιστοιχεί κάπως στίς εμπνεύσεις τού καθενός από τό φυσικό δίκαιο. Αύτές όμως είναι ύποκειμενικές, άρα καί μή έξασφαλιστικές τής ομοιοτροπίας των ρυθμίσεων τής ανθρώπινης συμπεριφοράς, τής απαραίτητης γιά τήν ύπαρξη τής κοινωνίας.
’Από την άποψη αύτή μάλιστα καταφαίνεται ότι καί τό ίδιο τό φυσικό δίκαιο, εναρμονισμένο πάντοτε πρός τη φύση των πραγμάτων, δηλαδή πρός τίς ανάγκες τής πραγματικότητας, θεμελιώνει τό θετικό δίκαιο ήθικά, ως αναγκαίο συντελεστή γιά τήν ύπαρξη τής ανθρώπινης κοινωνίας. Είναι δυνατόν νά λεχθεί ότι, σύμφωνα μέ βασικό του φυσικού δικαίου κανόνα, πρέπει νά ύπάρχει θετικό δίκαιο.
Αυτό, εξ άλλου, δέν σημαίνει, ότι ή σχέση τού θετικού δικαίου πρός τό φυσικό δίκαιο εξαντλείται απλώς στή θεμελίωσή του, ώστε ως πρός τό περιεχόμενο τό θετικό δίκαιο νά είναι αύτοδύναμο έφεξής καί άνεξάρτη- το από τό φυσικό δίκαιο, δηλαδή ό,τιδήποτε θεσπίζεται από αρμόδια όργανα ώς δίκαιο νά είναι καί αληθινό δίκαιο. Συχνά όμως ύποστηρίζεται καί ή γνώμη αύτή, από τούς οπαδούς τού νομικού θετικισμού. Αύτοί φρονούν άλλωστε ότι μόνο θετικό δίκαιο ύπάρχει. Έχει όμως ύποστηριχθεϊ καί ή πιό έπιφυλακτική γνώμη, ότι «jedes posetives Recht ist ein Versuch, richtiges Recht zu sein» «κάθε θετικό δίκαιο είναι μιά δοκιμή νά είναι ορθό δίκαιο», άρα σύμφωνο πρός τό φυσικό δίκαιο, δηλαδή ώς πρός το περιεχόμενό του. Ή γνώμη αύτή, έκφρασμένη άπό τόν Stammler στίς αρχές τού αιώνα, ενέχει ακέραιη άλήθεια, μόνο αφού τροποπριηθεΐ μέ κρίσιμο τρόπο, δηλαδή άν διατυπωθεί ώς εξής: «κάθε θετικό δίκαιο πρέπει νά είναι μιά δοκιμή νά είναι ορθό δίκαιο», δηλαδή όποιος θέτει δίκαιο πρέπει νά έμπνέεται άπό τό φυσικό δίκαιο, μέ άλλη έκφραση νά θεσμοθετεί σύμφωνα μέ τή δικαιοσύνη., Αυτό καθορίζει ό Πλάτων καί γιά τούς ιδανικούς στή συνείδησή του κυβερνήτες, δηλαδή ανθρώπους ήρωϊκούς, μέ κατάρτιση επιστημόνων, μέ παιδεία φιλοσοφική, άλλά καί μέ πρακτική έμπειρία : «πυκνά άν έκατέρωσ’ άποβλέποιεν, πρός τε τό φύσει δίκαιον...»’Αλλά τό αύτονόητο αύτό καθήκον των νομοθετών καί των άλλων δημιουργών κανόνων δικαίου, νά έμπνέονται δηλαδή άπό τήν ιδέα τής δικαιοσύνης είτε άπό τό φυσικό δίκαιο -δυό εκφράσεις ταυτόσημες σχεδόν-, προϋποθέτει αληθινή πολιτεία, μέ άποστολή νά ύπηρετεϊ, κατά ισότητα, έρτω «γεωμετρική», τό σύνολο τών ανθρώπων της, πρός εμπέδωση γιά όλους τών όρων τού «ζήν» καί τού «ευ ζήν», καί όχι δήθεν πολιτεία, δηλαδή κοινωνία, όπου ασκείται καταπίεση ή έκμετάλλευση μεγάλης μερίδας τού λαού άπό άλλη μερίδα του. Ή διχασμένη αύτή κοινωνία, ταξική στή νεώτερη γλώσσα, έχει, αντίστοιχα, θετικό δίκαιο, μερικά τουλάχιστον άντίθετο πρός τό φυσικό δίκαιο, μάλιστα κατά συνειδητή συχνά επιδίωξη τής εκτροπής άπό τό φυσικό δίκαιο. Αύτό,-άλλά τόσο μόνο,-σημαίνει ό λεγόμενος ταξικός χαρακτήρας τού δικαίου, όχι δηλαδή τού δικαίου καθ’εαυτό, άλλά μόνο τού θετικού δικαίου ορισμένων κοινωνιών, καί άλλωστε όχι όλων των θεσμών του.
5. Το ελάχιστο περιεχόμενο του Συντάγματος, οι δύο βασικοί θεσμοί του δικαίου καί οί λόγοι της ανεπάρκειάς τους.
Βασικοί θεσμοί δικαίου, ένταγμένοι ρητά ή σιωπηρά στό Σύνταγμα, τό βάθρο αυτό κάθε συστήματος θετικού δικαίου, είναι 1) ή απαγόρευση τής συμπεριφοράς, τής βλαπτικής είτε καταστροφικής τής ζωής τού ανθρώπου, ό,τι αφοριστικά εκφράζει ή εντολή τού Δεκάλογου «ού φονεύσεις», καί 2) ή ελευθερία του ανθρώπου ώς πρώτιστο καί περιεκτικό δικαίωμα, κάτι πού ενέχει αναγωγή τού ικανού γιά έλλογη συμπεριφορά καί ώριμου κάπως ανθρώπου σέ ύποκείμενο δικαίου, προικισμένο μέ τήν εύχέρεια νά διάγει στήν κοινωνία τή ζωή του ώς ιδιώτης σύμφωνα μέ τή θέλησή του, όσο δέν περιορίζεται από ύποχρεώσεις, άπότοκες τού δικαίου. Τό Σύνταγμα θά ήταν δυνατόν νά ολοκληρωθεί μέ τούς δύο αύτούς μόνο κανόνες δικαίου, τόν θεσπιστικό τής ασφάλειας κάθε ανθρώπου, δηλαδή τής προστασίας του αντίκρυ σέ ανθρώπινες ενέργειες καταστρεπτικές τής ζωής του, καί τόν θεσπιστικό τής ελευθερίας ώς δικαιώματος κάθε ικανού γιά έλλογη δράση ανθρώπου, αν τυχόν οι δύο αυτοί θεσμοί έπαρκούσαν μόνοι γιά τήν εμπέδωση τής ανθρώπινης κοινωνίας καί τήν εξασφάλιση των όρων τού «ζήν» ή καί τού «εύ ζήν» σέ κάθε άνθρωπο!Από τήν ίδια όμως τή φύση τής κοινωνίας καί από τήν ίδια τή φύση τού ανθρώπου αποκλείεται νά επαρκούν οι δύο αύτοί θεσμοί. Γιά τό λόγο αύτό καί προβλέπει τό Σύνταγμα, κατ’αδήριτη ανάγκη, τήν νομοθεσία καί τή διοίκηση, ή ακόμη καί τή σύμβαση. Μόνο μέ τήν ύπαρξη των τριών αυτών πηγών έτεροκαθορισμοΰ αναπληρώνεται ή ανεπάρκεια τών δύο βασικών θεσμών τού δικαίου. Πρόδηλη σχεδόν είναι ή ανεπάρκεια τών δύο αύτών θεσμών. Ή γενική απαγόρευση τών πράξεων, τών βλαπτικών τής ζωής τού ανθρώπου, δέν τελεσφορεί πάντοτε, καθώς ή κοινή εμπειρία δέν έπαρκεϊ νά διαγνώσει όλες τίς ανθρώπινες πράξεις, τίς δημιουργικές, ακαριαία ή βραδυενεργά, βλάβης ή κινδύνου τής ψυχοσωματικής ακεραιότητας ή τής ύγείας ή καί τής ζωής τού ανθρώπου. Έξ άλλου, ή έλευθερία ώς δικαίωμα δέν έπαρκεϊ γιά νά έκπληρώσει τή συνολική αποστολή τού δικαίου. Πρώτον, δέν ύπάρχει δικαίωμα ελευθερίας όλων τών ανθρώπων. Τά μικρά παιδιά π.χ. δέν έχουν δικαίωμα ελευθερίας, καί άρα ή συντήρηση καν τής ζωής τους δέν έχει τήν αναγκαία προϋπόθεσή της, δηλαδή τό αρμόδιο καί ικανό ύποκείμενο τών συντελεστικών της πράξεων. Έπειτα, καί όπου ύπάρχει τό δικαίωμα τής έλευθερίας, ή άσκησή της κάθε φορά ένδέχεται νά προσκρούει στήν άσκηση ταυτόχρονα τής έλευθερίας ώς δικαιώματος κάποιου άλλου ανθρώπου. ’Ακόμη, ή άσκηση τής έλευθερίας ώς δικαιώματος δέν έπαρκεϊ πάντοτε νά άποτρέψει κινδύνους σύμφυτους μέ τεράστιες φυσικές δυνάμεις ή καί άπότοκους τής έφαρμοσμένης στήν κοινωνία γιγάντιας μεταεπιστημονικής τεχνικής, ούτε άλλωστε γιά τήν ανάπτυξη καί τήν έφαρ- μογή τής μεγαλουργού τεχνικής.
6. O ετεροκαθορισμός δικαίου καί τά κύρια έργα του σε οιοδήποτε
κοινωνικό καθεστώς.
Απαραίτητος άρα είναι ό έτεροκαθορισμός δικαίου, είτε ώς νομοθεσία είτε ώς διοίκηση, εύρύτατα εννοημένη, ώστε να έχει καί τούς γονείς ώς όργανά της,-γιά τη συντήρηση τής ζωής καί την ανατροφή των βρεφών καί των μικρών παιδιών τουλάχιστον, - αλλά επίσης τήν λεγάμενη κυβέρνηση ώς όργανό της ύπατο, καί ακόμη τά διάφορα, γνώριμα, διοικητικά όργανα. Καί αξίζει, νομίζω, νά έπισημάνομε τά κύρια έργα του έτεροκαθορισμοϋ δικαίου, τά συστατικά τής αποστολής του σέ οίοδήποτε κοινωνικό καθεστώς, είτε αύτά έπιτελοϋνται από τή νομοθεσία μάλλον είτε από τή διοίκηση μάλλον ή καί από τίς δύο. Αύτά είναι τά εξής : Προσπορίζει είτε κατανέμει σέ κάθε άνθρωπο, ικανό γιά βιοτελεστική αύτενέργεια, όσες μή προσωπικές προϋποθέσεις χρειάζονται γιά τή ζωή του, όπως έκταση χώρου καί άλλα οικονομικά αγαθά, ενώ ταυτόχρονα καί απαγορεύει σέ κάθε άλλο άνθρωπο τή χρήση τών απρόσωπων αύτών προϋποθέσεων τής ανθρώπινης ζωής. Προσπορίζει ακόμη σέ κάθε άνθρωπο, ικανό γιά βιοτελεστική αυτενέργεια, όσες προσωπικές προϋποθέσεις χρειάζονται γιά τή ζωή του, σέ φάσεις της δηλαδή, όπου αναγκαία είναι ή ενεργός συμβολή άλλου ανθρώπου, καί ύπαγορεύ- ει άρα ήδη σέ ορισμένο άλλο άνθρωπο ύποχρεώσεις γιά τίς αντίστοιχες πράξεις. Έξ άλλου, έπιτελεΐ τήν άναπλήρωση τής ικανότητας πρός βιοτελεστική αύτενέργεια σέ κάθε άνθρωπο στερημένο από αύτήν, έστω μερικά, είτε από λόγους ήλικίας ή από λόγους αναπηρίας, δηλαδή ύπαγορεύει αντίστοιχες ύποχρεώσεις άπαυτης μέριμνας σέ ορισμένους ανθρώπους, γονείς π.χ. ή κηδεμόνες, είτε ιδρύει πολυπροσωπικές οργανώσεις, καταπιστευμένες μέ αντίστοιχη αποστολή, π.χ. ορφανοτροφεία, καί άρα καί ύπαγορεύει σέ ορισμένους άνθρώπους ύποχρεώσεις γιά τίς πράξε.ις, τίς αναγκαίες πρός δημιουργία καί λειτουργία τών ειδικών αύτών οργανώσεων. Επίσης, οργανώνει άλλες κοινωφελείς ύπηρεσίες, είτε ύποκινεΐ τήν οργάνωσή τους, ιδιαίτερα γιά προαγωγή καί διακονία του πολιτισμού. Καί τέλος προβαίνει στήν επισήμανση καί στήν προσπάθεια πρός αποτροπή κινδύνων γιά τήν ύπαρξη του ανθρώπου, προερχόμενων από έξωανθρώπινες πηγές, συνυφασμένες μέ τήν αδυσώπητη Φύση, (πλημμύρες, σεισμοί κ.τ.όμ.) είτε από ανθρώπινες πράξεις, συνυφασμένες μέ τήν εφαρμογή τής τεχνικής, -δράση προστατευτική τού ανθρώπου, ανέφικτη μέ τήν ιδιωτική μόνο πρωτοβουλία, δηλαδή μέ τήν ατομική μόνο άσκηση τής έλευθερίας ώς δικαιώματος.
7. Οί συνέπειες του ετεροκαθορισμοϋ δικαίου,
περιοριστικές είτε αυξητικές τής ελευθερίας ώς δικαιώματος.
0 έτεροκαθορισμός άρα δικαίου, μέ τούς δύο «τρόπους» του, ώς νομοθεσία καί ώς διοίκηση, δέν βρίσκεται σέ αντίθεση πρός τόν αύτοκαθορισμό δικαίου, δηλαδή πρός τήν ελευθερία, ώς δικαίωμα.
Ή διοίκηση, πληρώνει τά κενά τής θεσπισμένης έλευθερίας καί αναπληρώνει τίς αδυναμίες της πρός άρτια εξυπηρέτηση τού ίδιου τού ύποκειμένου της καί πρός κάλυψη τών άρθρωτικών αναγκών τής κοινωνίας ή καί συντονίζει, μικροδιάστατα μάλλον καί μικροπρόθεσμα, τίς ταυτόχρονες ασκήσεις τής ελευθερίας ώς δικαιώματος από διάφορα ισότιμα υποκείμενά της.
Ή νομοθεσία κατευθύνει είτε συντονίζει, μακροδιάστατα καί μακροπρόθεσμα, την άσκηση τής ελευθερίας ώς δικαιώματος από διάφορα ισότιμα ύποκείμενά της, αλλά καί την εκπλήρωση από τά διάφορα διοικητικά όργανα των καταπιστευμένων σ’αύτά καθηκόντων συντάσσει άρα καί διαπλάσσει βασικά τήν ανθρώπινη κοινωνία, καί προσδιορίζει όμως έμμεσα τή μελλοντική διάπλασή της.
’Από τή νομοθεσία καί από τή διοίκηση, πηγάζουν περιορισμοί τής εύχέρειας πρός αύτοκαθορισμό τής συμπεριφοράς του ανθρώπου, μειώνεται δηλαδή τό περιεχόμενο τής ελευθερίας του ώς δικαιώματος. Σύστοιχα όμως-κάτι αγνοημένο συχνά-καί πλουτίζεται από τή διοίκηση καί τή νομοθεσία ή ελευθερία του ανθρώπου, μέ καινούργιες δυνατότητες συμπεριφοράς, ανύπαρκτες χωρίς τόν διοικητικό ή καί τον νομοθετικό έτερο- καθορισμό. Ό διαβάτης π.χ. ύπέχει από τό έρυθρόχρωμο σήμα ολιγόχρονη απαγόρευση νά διασχίσει πολυσύχναστο δρόμο, αλλά καί άποκτάει από τό πρασινόχρωμο σήμα δυνατότητα νά τόν διασχίσει άνετα. Ή σηματοδοσία όμως γιά τήν κυκλοφορία πεζών καί οχημάτων είναι πράξεις διοικητικές, βασισμένες εξ άλλου στή νομοθεσία. Καί ή ανάγκη της είναι πρόδηλη. Δίχως τή συμβολή της παραμένει μάταιο σέ πυκνοδιάβατη περιοχή τό δικαίωμα τής ελευθερίας. "Αλλο παράδειγμα, έκφραστικώτατο, ή εύχέρεια του ανθρώπου σήμερα νά έπικοινωνεΐ τηλεγραφικά ή τηλεφωνικά ύπεράνω τεραστίων αποστάσεων ή καί νά μεταβαίνει ό ’ίδιος αεροπορικά στίς πιό μακρινές χώρες. Ό έμπλουτισμός τής ελευθερίας του ανθρώπου μέ τίς έξαίσιες αύτές, άφάνταστες άλλοτε,δυνατότητες επικοινωνίας καί συγκοινωνίας έχει ώς προϋπόθεση όχι μόνο τήν αντίστοιχη πρόοδο τής τεχνικής-έφικτή άλλωστε καί αύτή μέσα μόνο στήν κοινωνία καί σέ κάποια συνάρτηση μέ τούς θεσμούς της-αλλά καί διοικητικές πράξεις καί νομοθετικές διατάξεις, μάλιστα καί πράξεις καί διατάξεις διεθνούς δικαίου συχνά. Ή αγνόηση τής θετικής αύτής, καί απαραίτητης, συμβολής του έτε- ροκαθορισμοϋ στήν έκπλήρωση τής ύπηρετικής τών ανθρώπων αποστολής τής κοινωνίας, συνοδευμένη από κάποια ειδωλολατρεία τής ελευθερίας ώς βιοτικού αύτοκαθορισμοϋ, έξηγεϊ τήν έμφάνιση τών παράλογων επιδιώξεων είτε όραματισμών καθολικής ανυπαρξίας του θεσπισμένου έτε- ροκαθορισμοϋ στήν κοινωνία. Καί αξίζει νά τονισθοϋν τά εξής γιά τό προκείμενο θέμα: Ή καθολική ανυπαρξία θεσπισμένού έτεροκαθορισμοϋ συνεπάγεται διάλυση τής κοινωνίας καί προπάντων αδυναμία τών ανθρώπων όχι μόνο πρός τό «ευ ζην», άλλα καί προς τό απλώς «ζην». Διοίκηση, άρα, καί νομοθεσία θά ίπάρχουν πάντοτε, όσο ύπάρχει κοινωνία, δηλαδή όσο ύπάρχουν άνθρωποι, στον ϊδιο μάλιστα γεωγραφικό χώρο. Καί ακόμη, θά είναι ή διοίκηση, ή καί ή νομοθεσία, τόσο πιό αναγκαία καί πιό αναπτυγμένη, όσο ή κοινωνία ενέχει μεγαλύτερη πυκνότητα διανθρώπινων σχέσεων ή απλώς ανθρώπινων ύπάρξεων είτε περισσότερο περίπλοκη τεχνική τής παραγωγής, τής επικοινωνίας καί τής συγκοινωνίας καί τών διάφορων ύπηρεσιών. Έξ άλλου, σύμφυτος μέ τή διοίκηση προπάντων, αλλά κάπως καί μέ τή νομοθεσία, είναι ό κρίσιμος κίνδυνος έκτροπής τους από τήν εκπλήρωση τής αποστολής τους, ώστε νά έκφυλισθοϋν καί νά γίνουν πηγή όχι μόνο ύπηρετικών τών ανθρώπων καταστάσεων, αλλά καί πράξεων είτε διατάξεων, βλαπτικών ορισμένων ανθρώπων ή ομάδων ανθρώπων, δηλαδή ταπεινωτικών, εκμεταλλευτικών καταπιεστικών τώυ ανθρώπων αυτών. Ό,τι όμως ύπαγορεύεται από τήν δικαιοσύνη, ώς ήθική αρετή, είναι απλώς νά έπιδιώκεται ριζικά ή έστω δραστικά ή αποτροπή τού μεγάλου αυτού κινδύνου, καί όχι ό ούτοπικός σκοπός ολικού άφανισμού τού θεσπισμένου έτεροκαθορισμού, δηλαδή τών νομοθετικών διατάξεων καί διοικητικών πράξεων είτε κανόνων.
8. Κανόνες δικαίου καί ύποχρεώσεις
δικαίου είτε δικαιώματα, ή αλληλουχία τους καί τά είδη τους.
Τό θετικό δίκαιο, λοιπόν, σύμφυτο πάντοτε μέ τήν ανθρώπινη κοινωνία,
συναποτελεΐται από τό Σύνταγμα, κατοχυρωτικό τής προστασίας τής
ανθρώπινης ζωής πρώτιστα, καί θεμελιωτικό τού συνόλου τών θεσμών
δικαίου, από τήν ελευθερία, θεσπισμένη ώς δικαίωμα, επί πλέον όμως από
τή νομοθεσία καί τή διοίκηση, εννοημένη εύρύτατα, ή καί από τή σύμβαση.
Έρωτάται όμως: Άποτελείται από αυτά μόνο τό θετικό δίκαιο; Καί απαντάμε:
αυτά είναι τά έλάχιστα καί αναγκαία συστατικά του. Ή σύστασή τους όμως,
ή γνώριμη στήν'Ιστορία, ενέχει καί άλλα πολλά. Θά ήταν δηλαδή αύτά μόνο
τά συστατικά τού θετικού δικαίου, άν δέν ύπήρχε στήν έως τώρα ιστορική
πραγματικότητα καί ό,τι θεωρείται παθολογία τού δικαίου, προκλημένη από
τήν έπεισοδιακή έστω παρεμβολή τής αδικίας στίς διανθρώπινες σχέσεις.
Καί ιδού σέ ποιό σημείο τού θετικού δικαίου έπισυμβαίνει συγκεκριμένα ή
προσβολή του. Τό θετικό δίκαιο ύπάρχει ώς αντικειμενικό δίκαιο, αλλά καί
ώς ύποκειμενικό δίκαιο.’Αντικειμενικό δίκαιο είναι τό σύνολο τού
συντελεσμένου κάθε φορά καθορισμού δικαίου, όπως ισχύει γιά τό εφεξής
έκάστοτε ύποκείμενό του, καί μάλιστα εμφανίζεται ώς σύνολο κανόνων
δικαίου, μέ άπεύθυνση πρός τό ύποκείμενο αύτό, άν καί ταυτόχρονα ενέχει
άπεύθυνση καί πρός άλλα ύποκείμενα ύπό άλλη όμως όψη.'Υποκειμενικό
δίκαιο είναι ή έφεξής πρόβαση τού καθορισμού δικαίου, όπως καί όσο
έξαρτάται από τό κάθε φορά ύποκείμενό του πρός τήν αντίστοιχη
κατεύθυνση.
Συμβαίνει όμως ό κάθε κανόνας δικαίου νά είναι είτε έκχωρητικός είτε
επιτακτικός, μέ συνέπεια τό αντίστοιχο υποκειμενικό δίκαιο νά είναι είτε
δικαίωμα εϊτε υποχρέωση δικαίου, καί μάλιστα ύποχρέωση δικαίου είτε πρός
πράξη, όταν ό επιτακτικός κανόνας ένέχει προσταγή, είτε πρός παράλειψη,
όταν ό επιτακτικός κανόνας ένέχει απαγόρευση. Έξ άλλου, όμως, συμβαίνει
συχνά ό ’ίδιος κανόνας δικαίου νά είναι έκχωρητικός γιά ορισμένο
ύποκείμενο καί έπιτακτικός άντίστοιχα πρός άλλα ύποκείμενα ή πρός άλλο
ύπόκείμενο, μέ συνέπεια μάλιστα νά δημιουργεί δικαίωμα στό πρώτο
ύποκείμενο καί ύποχρέωση αντίστοιχη στά άλλα ύποκείμενα ή στό άλλο
ύποκείμενο. Π.χ. μέ τόν ϊδιο κανόνα δικαίου θεμελιώνεται κάποιο
εμπράγματο δικαίωμα στόν Α καί ταυτόχρονα ύποχρέωση όλων των άλλων νά μη
προβοϋν σέ χρήση ή κατάληψη του αντικειμένου του δικαιώματος άύτοϋ, είτε
θεμελιώνεται κάποιο ενοχικό δικαίωμα του Α καί ταυτόχρονα ύποχρέωση
ορισμένου άλλου προσώπου νά προβεί στην αντίστοιχη παροχή πρός τόν Α. Μέ
τήν αλληλουχία λοιπόν αύτή δικαιωμάτων καί ύποχρεώσεων κατορθώνεται ή
συνάρθρωση των διάφορων φάσεων καί στοιχείων του θετικού δικαίου, ή
συνέχεια λοιπόν στή ρυθμιστική τής ανθρώπινης συμπεριφοράς καί των
διανθρώπινων σχέσεων λειτουργία του, καί άρα ή συνοχή καί ή αρμονία τής
κοινωνίας, καίρια συστατικά της. ’Αξίζει νά λεχθούν πολλά γιά τίς
διάφορες κατηγορίες δικαιωμάτων καί ύποχρεώσεων δικαίου, καί τίς
διάφορες αντίστοιχα μορφές τής πολύτροπης αλληλουχίας τους. Άς
άρκεσθοϋμε όμως νά έξάρομε σπουδαία διαφορά μεταξύ τους.’Από τήν άποψη
τού θετικού δικαίου, ή άσκηση τού δικαιώματος δέν είναι κάτι κρίσιμο.
Καί ή πιό άστοχη άσκηση ή καί ή μή άσκηση τού δικαιώματος δέν επιφέρει
διάσπαση τής συνοχής τού θετικού δικαίου. Ή άσκηση τού δικαιώματος
ενδιαφέρει μόνο τήν ήθική, άρα καί τή δικαιοσύνη ώς ήθική αρετή. Δέν
είναι δηλαδή ανεύθυνος ηθικά όποιος ασκεί τό δικαίωμά του ανάξια. Ή
εύθύνη του όμως αύτή δέν έχει νομική άποψη, καθώς ή αντίστοιχη
συμπεριφορά του δέν θίγει τή συνοχή τού θετικού δικαίου. Μέ άλλη
έκφραση, τό δικαίωμα ώς πλάσμα τού θετικού δικαίου δέν παραβιάζεται ποτέ
από τόν ’ίδιο τόν δικαιούχο. ’Αντίθετα, ή ύποχρέωση δικαίου είναι τό
άμεσα τρωτό σημείο τού θετικού δικαίου. Ή μή εκπλήρωσή της σημαίνει
παραβίασή της, καί ταυτόχρονα παράβαση τού θεμελιωτικού της κανόνα
δικαίου, τού έπιτακτικού πάντοτε. Καί στήν μέχρι σήμερα ιστορική
πραγματικότητα συμβαίνει πολλοί άνθρωποι νά παραβιάζουν τίς ίδικές τους
ύποχρεώσεις δικαίου, ώστε καί νά παραβαίνουν τόν αντίστοιχο κανόνα
δικαίου, άρα καί νά καταστρέφουν σέ κάποιο βαθμό τή συνοχή τού θετικού
δικαίου, νά διαπράττουν δηλαδή ρήξη τού δικαίου ή μέ άλλη έκφραση
αδίκημα.
9. Η πρόκυψη του αδικήματος καί η κυρωτική λειτουργία τού δικαίου.
Τό αδίκημα, λοιπόν, αποτελεί κεντρικό στοιχείο, αποφασιστικό για τήν διάπλαση του συστήματος δικαίου στην ιστορικά γνώριμη παρουσία του. Πρέπει δηλαδή τό σύστημα του θετικού δικαίου νά ύπεραμυνθεΐ τής συνοχής του καί άρα νά άντιδράσει καίρια στο αδίκημα, είτε προληπτικά, ώστε νά άποτρέψει τή διάπραξή του, είτε κατασταλτικά, ώστε νά επανορθώσει τίς συνέπειές του. Τό σύνολο των πράξεων δικαίου καί των αντίστοιχων θεσμών πρός αποτροπή τού αδικήματος είτε πρός επανόρθωση των συνεπειών του, έχομε ονομάσει «κυρωτική λειτουργία του δικαίου». ’Ανήκουν στήν κυρωτική λειτουργία του δικαίου: ώς προληπτικά τού άδικήματος, οι τρεις φάσεις επιβολής τής ποινής, δηλαδή ή απειλή, ή κατάγνωση, καί ή εκτέλεση τής ποινής, τό δικαίωμα τής άμυνας, ή αστυνομία ή καί ό στρατός, ή διαπαιδαγώγηση· ώς κατασταλτικά τού άδικήματος, οι διάφοροι τρόποι ενέργειας πρός άρση τών συνεπειών τού αδικήματος, δηλαδή πρός επαναφορά τών πραγμάτων, όσο είναι δυνατόν νά γίνει, στήν πρίν από τή διάπραξή του άδικήματος κατάσταση, καί μέ επιβάρυνση τού δράστη. Ή κυρωτική λειτουργία τού δικαίου είναι, άρα. βοηθητική μόνο, καί όχι κύρια λειτουργία τού δικαίου, άλλωστε ούτε απαραίτητα συστατική του σέ κάθε μορφή κοινωνίας, αλλά μόνο έκεΐ όπου καί όσο μόνο ύπάρ- χει τάση γιά διάπραξή αδικημάτων. Έξ άλλου, ή κυρωτική λειτουργία τού δικαίου είναι κάτι άμφίτροπο, δηλαδή ενέχει καί τον κίνδυνο, αντί νά ύπηρετήσει τό θετικό δίκαιο, νά έπιτρέψει μέ τήν επίκλησή της νά προσβληθεί τό θετικό δίκαιο, αλλά καί ή δικαιοσύνη. Αυτό συμβαίνει προπάντων, καθώς δραστικό μέσο τής κυρωτικής λειτουργίας τού δικαίου είναι ό εξαναγκασμός, καί μαλιστα όχι ό ψυχολογικός μόνο, αλλά καί ό φυσικός, δηλαδή ή ένοπλή βία, προικισμένη μέ τό κύρος τού δικαίου. Ενδέχεται, λοιπόν, μέ τό πρόσχημα, ότι έχει διαπραχθεΐ αδίκημα, νά ύποστεΐ ό φερόμενος ώς δράστης εξαναγκασμό αναιρετικό τής ελευθερίας του ώς δικαιώματος, είτε ζημιωτικό άλλων προσωπικών του δικαιωμάτων ή καταστροφικό ’ίσως καί τής ζωής του. Ενδέχεται ακόμη, νά έχει έστω διαπραχθεΐ αδίκημα, οι συνέπειές του όμως νά είναι ακαθόριστες, καί νά επιδιώκεται ή άρση τους μέ εξαναγκασμό τού δράστη πρός ύπέρογκες αποζημιώσεις, ύπέρτερες τής προκλημένης από τό αδίκημα ζημίας.
10. 'Η αμφισβήτηση τού αδικήματος δικαστική λειτουργία.
Άρα, γιά νά μή έκτρέπεται ή κυρωτική λειτουργία σέ όργανο πρός διάπραξή αδικήματος μέ πρόσχημα τή δήθεν διάπραξή ήδη άδικήματος ή μέ απατηλή διόγκωση τών συνεπειών τού διαπραγμένου άδικήματος, χρειάζεται, πρίν εφαρμοστεί οίοσδήποτε εξαναγκασμός δικαίου, νά ύπάρξει αμερόληπτη καί αντικειμενική διαγνώμη γιά τήν διάπραξή τού άδικήματος καί γιά τίς όφειλόμενες άπό τόν δράστη ενέργειες πρός άρση τών συνεπειών του. Ή διαγνώμη αυτή έμφανίζεται ιδιαίτερα ώς αναγκαία, όταν ό δράστης αμφισβητεί ή τη διάπραξη καν του αδικήματος ή την έκταση των συνεπειών του, καί άρα την όφειλόμενη επανόρθωσή τους ως πρός τό ποιόν της ή τό ποοόν της. Ιδού λοιπόν γιά ποιό λόγο διακόπτεται ή συγκεκριμένη εκδήλωση τής κυρωτικής λειτουργίας καί παρεμβάλλεται ή δικαστική λειτουργία, μέ αποστολή τήν αύθεντική αύτή κρίση, ως προϋπόθεση γιά τή συνέχιση καί ολοκλήρωση τής κυρωτικής λειτουργίας στό προκείμενο έκά- στοτε θέμα ή γιά τήν όριρτική διακοπή της καί ματαίωσή της. Ό Άριστοτέλής, όταν πραγματεύεται γιά τό «διορθωτικόν δίκαιον», ταυτόσημο, τουλάχιστον μερικά, μέ ό,τι ονομάζομε κυρωτική λειτουργία του δικαίου, γράφει επίσης: «διό καί όταν άμφισβώσιν, έπί τόν δικαστήν καταφεύγουσιν». "Αρα, όπως τό αδίκημα έπιφέρει τή μετάβαση από τή βασική λειτουργία του δικαίου καί άμεσα ύπηρετική -των σκοπών του πρός τήν κυρωτική λειτουργία του, άνάλογα ή άμφισβήτηση, ώς πρός τό αδίκημα δηλαδή καί τίς συνέπειές του καί άρα τίς όφειλόμενες επανορθώσεις τους, επιφέρει τή μετάβαση από τήν κυρωτική λειτουργία του δικαίου στή δικαστική λειτουργία. Καί είναι ή δικαστική λειτουργία κρισιμώτατη γιά τή μή παρεκτροπή του δικαίου. Ό Αριστοτέλης εξαιρεί τήν αξία της, μέ τίς έξής φράσεις: «τό δ’έπί τόν δικαστήν ιέναι, ιέναι έστίν έπί τό δίκαιον ό γάρ δικαστής βούλεται είναι οιον δίκαιον έμψυχον». Πρόδηλο είναι τό μέγα ηθικό βάρος τής αποστολής του δικαστή, καθώς αύτός άποκαλείται «δίκαιον έμψυχον». Έξ άλλου, ή έκφραση αύτή ένέχει αντιδιαστολή πρός τόν νόμον ώς δίκαιον, καθώς δηλαδή ό νόμος ύπάρχει στήν ακινησία του καί στή δυσπροσαρμοστία του πρός τά καθ΄ έκαστα. Βέβαια, «δίκαιον έμψυχον» πρέπει νά είναι κάθε συνειδητός άνθρωπος, μέλος τής κοινωνίας. Από τήν άποψη όμως του θετικού δικαίου αύτό ισχύει κατ’έξοχή ν γιά τόν δικαστή. Άλλωστε καί γι’αύτό θεωρείται ή δικαστική απόφαση ώς κάτι αυθεντικό, άρα καί συνεπάγεται «δεδικασμένον», είτε είναι καταψηφιστική είτε απορριπτική, καί άκόμη «έκτελεστότητα», όταν είναι καταψηφιστική, δηλαδή όταν άποδέχεται ότι διαπράχθηκε αδίκημα καί ορίζει μέ ακρίβεια τήν όφειλόμενη έπανόρθωση τών συνεπειών του από τό δράστη. Καί μόνο στή δεύτερη περίπτωση, ή κυρωτική λειτουργία τού δικαίου συνεχίζεται ώς τήν ολοκλήρωσή της, μέ χρήση ένδεχόμενα καί φυσικού έξαναγκασμού, έπακολουθεϊ δηλαδή τότε ή λεγόμενη «άναγκαστική έκτέλεση».
11. Η θέση τής
δίκης στό σύστημα τού δικαίου, τά προσόντα δικαστών καί δικηγόρων, o
νόμος καί η επιείκεια.
’Ιδoύ άρα ή θέση τής δίκης στό σύστημα τού δικαίου. Στήν περίπτωση
τής δίκης, τής όχι ποινικής, μέ τήν έγερση τής αγωγής έχομε συγκεκριμένη
έναρξη τής κυρωτικής λειτουργίας καί όχι άκόμη τής δικαστικής· μέ τήν
αρνητική απάντηση τού έναγόμενου, άρα τήν «αμφισβήτηση», άρχίζει
ούσιαστικά ή δίκη, συγκεκριμένη δηλαδή έκδήλωση τής
δικαστικής λειτουργίας* μέ την δικαστική απόφαση, λήγει ή παρεμβολή τής
δικαστικής λειτουργίας καί ή προκειμένη δίκη, οπότε ή συνεχίζεται ή
κυρωτική λειτουργία, ή άρξάμενη μέ τήν έγερση τής αγωγής, ή ματαιώνεται
ή συνέχισή της ως άνευ αντικειμένου. ’Ανάλογη, μέ κάποιες διαφορές,
είναι ή ποινική δίκη, όπου βέβαια δέν χρειάζεται ή αμφισβήτηση του
κατηγορουμένου γιά τήν έναρξή της ούτε αρκεί τυχόν ή ομολογία του γιά τή
λήξη της μέ καταδίκη του. Δίκη ποινική όμως είναι ούσιαστικά διαδικασία
γιά τήν κατάγνωση ή μή ποινής, μία δηλαδή από τίς τρεις φάσεις τής
έπιβολής τής ποινής. Καί μόνο, καθώς κατ’εξοχήν σ’αύτήν απαιτείται ή
ανακάλυψη τής αλήθειας ως πρός τήν διάπραξη αδικήματος καί τά ειδικά
περιστατικά της ή καί ως πρός τήν προσωπικότητα επίσης του δράστη, είναι
καταπιστευμένη στά δικαστήρια ή σοβαρότατη αυτή φάση τής κυρωτικής
λειτουργίας, ώστε νά ύπάρχουν οι μεγαλύτερες δυνατές εγγυήσεις
άπροκαταληψίας καί αντικειμενικότητας. Έξ άλλου, καί ή απόφαση τής
ποινικής δίκης αποτελεί δεδικασμένον, είτε καταδικαστική είναι είτε
αθωωτική, ενώ έχει καί έκτελεστότητα, όταν είναι καταδικαστική.
Μόλις χρειάζεται νά ύπομνησθεΐ, ότι ή συγκρότηση καί ή λειτουργία των δικαστηρίων διέπεται από τή νομοθεσία κατά βάση, καί ειδικά τή δικονομία, καί ότι έξ άλλου αποστολή τους είναι ή λύση τής ενώπιον τους διαφοράς των διαδίκων είτε ή καταδίκη είτε άθώωση του ενώπιον τους κατηγορουμένου, κατ’εφαρμογή τής ούσιαστικής νομοθεσίας, σχετικής άμεσα μέ τήν κυρωτική λειτουργία του δικαίου, καί βέβαια κατά προσαρμογή της εύστοχη στά πραγματικά περιστατικά. Χρειάζεται άρα ό δικαστής καί νομική παιδεία καί ασκημένη εύθυκρισία, καί προπάντων κραταιό φρόνημα δικαιοσύνης ή καί φιλανθρωπίας. Υπενθυμίζω ιδιαίτερα, ώς όξύτερη, τήν αντινομία των άξιων στήν ποινική δίκη. Εκεί ό κατηγορούμενος φέρεται ώς εχθρός επικίνδυνος τής κοινωνίας, αλλά δέν παύει νά είναι, καθό άνθρωπος, καί ύπατος σκοπός τού δικαίου. Ό δικαστής, καί ό συμπαραστάτης καί συλλειτουργός του δικηγόρος, βρίσκονται οπωσδήποτε αντίκρυ στήν ηθική αύτή αντινομία, καί πρέπει, άρα, γιά νά τήν επιλύουν κάθε φορά ορθά, νά διαθέτουν εύθυκρισία καί παιδεία, έντιμότητα καί φιλανθρωπία, σέ βαθμό ύπέρτερο από τούς πολλούς ανθρώπους. Ή προσήλωση πρός τόν νόμο είναι πρώτιστο καθήκον τους. ’Αλλά, όπως ήδη ό Πλάτων καί ό ’Αριστοτέλης, πολύ πρίν από τούς Ρωμαίους, είχαν έπισημάνει, ό νόμος από τή γενικότητά του δέν είναι πάντοτε πρόσφορος βοηθός γιά νά λυθεί μέ ορθότητα ήθική τό ενώπιον των δικαστών πρόβλημα. Γιά τό λόγο αύτό καί πρόβαλε ό ’Αριστοτέλης τήν έννοια τής «επιείκειας», καί χαρακτήρισε τό «επιεικές» ώς «έπανόρθωμα νομίμου δικαίου», ώστε «ή παραλείπει ό νομοθέτης καί ήμαρτεν άπλώς ειπών, έπανορθοϋν τό έλλειφθέν, ό κάν ό νομοθέτης αύτός άν εϊπεν έκεί παρών, καί ει ήδει, ένομοθέτησεν». Δεν ανησυχεί ό ’Αριστοτέλης, ότι ή επιείκεια θά παραβλάψει την αναγκαία γιά τη συνοχή τής κοινωνίας ομοιομορφία των νομικών ρυθμίσεων, καί ύπερεμπιστεύεται όμως τόν δικαστή, καθώς ζητεί από αύτόν νά φύγει κάποτε από τό γράμμα, νά έφαρμόσει πάντοτε όμως τό πνεύμα τού νόμου. 'Ωραίο αγώνισμα, καί άξιο, πιστεύω, των Ελλήνων δικαστών καί τών άλλων επίσης λειτουργών του δικαίου.