Προβληματισμοί
Δημοσθένη Γεωργοβασίλη:
O πολιτικός και η αρχή της "Λογικής του κράτους"
Αν η Πολιτική είναι η τέχνη του
εφικτού μέσα στο πλαίσιο της
οργανωμένης κοινωνίας των ανθρώπων, τότε πρέπει ταυτόχρονα να είναι
η Πολιτική και η τέχνη των ορίων, αv
βέβαια θέλουμε να θεωρούμε ως σκοπό της υπόστασης του κράτους την
ευδαιμονία των πολιτών και ως προϋπόθεση της ευδαιμονίας, την
ελευθερία, η οποία είναι δυνατή με τη δημοκρατική διακυβέρνηση ενός
ευνομούμενου κράτους.
Επομένως είναι λογικό να αποκλείεται μέσα
από την υπόσταση, τη δομή και τη λειτουργία του κράτους τόσον η
άτεγκτη ηθικολογία όσο και η αδίστακτη ωφελιμοθηρία.
Διότι: 1) η μεν επικράτηση της ηθικολογίας μειώνει της Πολιτικής τον
αγωνιστικό χαρακτήρα και την περιορίζει στο ρόλο της διαχειρίστριας
των στοιχείων του πολιτισμού καθώς και των διαμορφωμένων αντιλήψεων
για τις αξίες. Ο κεντρικός άξονας μιας τέτοιας Πολιτικής είναι η
κατηγορία της συναίνεσης, η οποία ωστόσο αδυνατεί μέσα στην
κοινωνία να εξισορροπήσει τις αντιθέσεις των συμφερόντων των
πολιτών.- 2) πολύ περισσότερο δεν μπορεί να καταστήσει τη χώρα
«σεβαστή στους φίλους και τρομερή στους εχθρούς».
Την αδυναμία της αυτή εκμεταλλεύονται
τα πάσης φύσεως οργανωμένα συμφέροντα, τα οποία έχοντας ως προμάχους
αδίστακτους πολιτικούς, οιονεί αριβίστες λαοπλάνους, οι οποίοι με
κάθε μέσο επιδιώκουν ν’ αποκτήσουν αξιώματα και πλούτο, οδηγούν την
Πολιτική μέσα στους εξοντωτικούς κυκλώνες της άμετρης
ωφελιμοκρατίας- τότε η Πολιτική αναγκάζεται να αναλάβει ξανά την
αγωνιστική της πανοπλία.
Ρεαλιστική Πολιτική:
Μια τέτοια Πολιτική, που ανατροφοδοτείται μάλλον
από το Φυσικό Δίκαιο παρά από τη Δικαιοσύνη, αναδείχθηκε από το 1850
στη Γερμανία η περίφημη Realpolitik,
η οποία οδήγησε στην αντίληψη του Ράιχ και στην εποχή του Βίσμαρκ, ο
οποίος τελικά επέτυχε την συνένωση των πολυάριθμων και ανίσχυρων
γερμανικών κρατιδίων σε μια πανίσχυρη Γερμανία. Η
Realpolitik βέβαια δημιουργήθηκε ως
επιτακτική ανάγκη για επιβίωση του Λαού, ύστερα από την παταγώδη
αποτυχία της ιδεαλιστικής Πολιτικής (Εθνική Συνέλευση Φραγκφούρτης
1848/19: Indeenpolitik).
Αλλά ποια είναι η φυσιογνωμία της
Ρεαλιστικής Πολιτικής; Ο ρεαλιστής κυβερνήτης έχει ως αφετηρία των
πράξεών του το εφικτό· δεν ενδιαφέρεται για μακροπρόθεσμα, γενικά
και αφηρημένα προγράμματα· δεν συγκινείται από ηθικολογικά κηρύγματα
για την αναγκαιότητα των αξιωμάτων, των κανόνων, των αξιών κλπ.
στοιχείων της ηθικής ζωής· ένα μόνον απασχολεί τη σκέψη του: η
με κάθε μέσο και τρόπο επιτυχία των στόχων του. Μια φιλοσοφία
καθοδηγεί το νου του: ο πραγματισμός. Ένα όνειρο φλογίζει
τη φαντασία του: η αποθέωση τον εαυτού του. Ένας πολιτικός
στοχαστής ορθώνεται μπροστά του ως πρότυπο: ο Νικόλας Μακιαβέλι.
Η αρχή της «Λογικής του κράτους»:
Βέβαια η Ρεαλιστική Πολιτική έχει ως πρόδρομό της
την περίφημη raison d’ état
(: Λογική του κράτους), η οποία ανάγεται στη σκέψη του Μακιαβέλι,
αλλά καταξιώθηκε ως αρχή για την άσκηση εξωτερικής πολιτικής από τον
καρδινάλιο Ρισελιέ, που ως γνωστόν είναι ο θεωρητικός - και όχι μόνο
- θεμελιωτής του Γαλλικού Απολυταρχισμού. Ο Ρισελιέ
ανάγοντας σε ύψιστη πολιτική αρχή τη «Λογική του κράτους», μολονότι
τη χρησιμοποιεί αδίστακτα τόσο για την αυτοσυντήρηση της
δύναμης του κράτους όσο και για την αύξηση της δύναμης αυτής,
αδιαφορώντας τόσο για το θεσμοθετημένο Δίκαιο όσο και για την
επικρατούσα Ηθική, τονίζει ωστόσο εμφαντικά ότι η αρχή αυτή δεν έχει
σχέση με κανένα είδος πολιτικής αυθαιρεσίας, διότι η
κρατική δύναμη συνδέεται και συμπορεύεται με τη Λογική· και η Λογική
είναι ένα στοιχείο, που υποχρεώνει τον ρεαλιστή πολιτικό «να
σκέπτεται και για τον αντίπαλο», του οποίου τα συμφέροντα πρέπει να
τα συνεξετάζει σε σχέση με τα δικά του, ώστε, αν κάποτε βρεθεί στη
θέση του αντιπάλου και τύχει να του προσφερθεί η ευκαιρία, να μπορεί
να έρχεται σε συμφωνία με τον αντίπαλό του ή να κλείνει συνθήκη
ειρήνης με τον εχθρό του,
Ο ρεαλιστής πολιτικός
δεν πιστεύει σε θαυματουργίες ούτε σε «από μηχανής θεούς»·
γνωρίζει ότι ο παράγοντας «τύχη» μπορεί εντελώς ξαφνικά να
τον αιφνιδιάσει και να του καταστρέψει τα σχέδια· γι’ αυτό εκτιμά,
θαυμάζει και φροντίζει ν’ αναπτύξει τη
virtu, όπως θέλει κι ο Μακιαβέλι, η οποία δεν έχει
καμιά σχέση με την ελληνική αρετή ή τη ρωμαϊκή
virtus.
Virtu είναι η επιτηδειότητα,
η «καπατσοσύνη» του πολιτικού, να εκμεταλλεύεται τις
παρουσιαζόμενες ευκαιρίες, να δημιουργεί επιθυμητές συνθήκες, να
προβλέπει τις περιπέτειες, να αποφεύγει τις τρικυμίες και, όταν δεν
μπορεί, τότε να προσαρμόζεται αναμένοντας, ώσπου να καταπλήξει και
πάλι τους αχάριστους, τους υποκριτές, τους δειλούς και πλεονέκτες
«συντρόφους» ή αντιπάλους του, τραβώντας από το μανίκι του έναν
απίθανο άσσο και αφήνοντας εμβρόντητους εχθρούς και φίλους. («Ηγεμόνας»
Κεφ. ΚΖ).
Γνωρίζει καλά ο ρεαλιστής πολιτικός ότι η
δημοκρατία δεν μπορεί να συζεί με τη σκοπιμότητα και την άμετρη
ωφελιμοκρατία· γι’ αυτό και διχάζεται: καίει καλά το λιβανωτό του
θαυμασμού του μπρος στον βωμό της Δημοκρατίας εκθειάζοντας με λόγια
το μεγαλείο της, αλλά με τα έργα του χαλκεύει τα δεσμά της ή της
ανοίγει τον τάφο. Γι’ αυτόν τον πολιτικό επάνω από όλα στέκεται η
επιτυχία. Το πολυθρύλητο δόγμα των Ισπανών Ιησουϊτών του 17ου
αι. «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» γίνεται όπλο στα χέρια ενός
τέτοιου πολιτικού, ο οποίος, καίτοι είναι βαθιά θρεμμένος με τη
σκέψη του Μακιαβέλι, όμως τολμά, όπως άλλοτε ο Φρειδερίκος ο Μέγας,
θεωρητικά μεν να καταπολεμάει τον Μακιαβελισμό (ιδές το έργο του «Αντιμακιαβέλι»),
δηλ. τη φιλοσοφία για την απόκτηση δύναμης, χωρίς καμιά ηθική
αναστολή και δισταγμό, μέσω της Πολιτικής-στην πράξη όμως εφαρμόζει
τον Μακιαβελισμό.
Ο πραγματιστής πολιτικός
είναι διπρόσωπος και έχει διχασμένη προσωπικότητα: βιώνει και
προσπαθεί με θεατρικούς τρόπους να συμβιβάσει τα εκ διαμέτρου
αντίθετα, όπως π.χ. είναι αφενός τα άθλια, παράνομα, ευτελισμένα και
αηδιαστικά μέσα, που χρησιμοποιεί, με κάθε μυστικότητα, έχοντας ως
νευρόσπαστα των θελήσεών του μερικούς συνωμότες, ανεγκέφαλους,
φανατικούς ή θρασύδειλους «συντρόφους» του και αφετέρου οι ευγενείς
και υψηλοί σκοποί, τους οποίους προβάλλει με εύηχα συνθήματα, με
λεονταρισμούς, με φανφαρονισμούς και με αμετροεπείς ρητορικούς
βερμπαλισμούς. Κι όταν κάποτε η «τύχη» ή και η
«χαρισματική επιτηδειότητά» του αρνηθούν προς στιγμήν να σώζουν
και να μεγαλύνουν τον «Μεγάλο κυβερνήτη», όταν δηλ. φυσήξει κάποτε ο
άνεμος της αγανάκτησης και αφαιρέσει τη λεοντή, τότε οι «χωρικοί»,
σήμερα οι αγρότες, τους οποίους πρωτύτερα συνήθιζε να τρομοκρατεί
και ψυχολογικά να τους διαποιμαίνει, όπως συμβαίνει εκεί στον
χαριτωμένο αισώπειο μύθο, αρπάζουν στα χέρια τους τα ρόπαλα και τον
περιποιούνται δεόντως. Η αντίδραση αυτή δεν πτοεί τον άξιο μαθητή
του Μακιαβέλι· αντίθετα τον παροξύνει, για να αποδυθεί σε
μεγαλειωδέστερους αγώνες, που ελπίζει πως θα τον ανασύρουν από το
βούρκο των σκανδάλων και της δυσωνυμίας και θα τον αναδείξουν και
πάλι σε αθλοφόρο και τροπαιούχο νικητή...
Ο πραγματιστής πολιτικός σκηνοθετεί
με σκοπό του να διδάξει ολόκληρη τη δραματική τριλογία του
Μακιαβέλι. Ο περίφημος Φλωρεντινός πολιτικός στοχαστής, όπως
είναι γνωστό, στα τελευταία χρόνια της ερημιάς του, μακριά από
μεγαλεία, ερωμένες, σκάνδαλα και μηχανορραφίες, έγραψε τρία κυρίως
έργα:
1. «Οι λόγοι στα πρώτα δέκα βιβλία
του Τίτου Λιβίου». Με το έργο αυτό διακηρύσσει την αγάπη
προς την πατρίδα, την πίστη του στη δημοκρατία, την
ελπίδα του στο μέλλον του λαού, και καταλήγει. στην ανάγκη
της μοναρχίας. Και ο μαθητής του, σκηνοθετώντας τούτο το έργο,
αναδεικνύει τον εαυτό του μοναδικό και αναντικατάστατο μονάρχη...
2. «Ο Ηγεμόνας». Από το έργο
αυτό διδάσκονται όλοι οι φιλόδοξοι πολιτικοί την τέχνη, με την οποία
αξιώνονται να περιβληθούν την αλουργίδα της δόξας ή και του
αποθεωτικού μεγαλείου.
3. «Η τέχνη του πολέμου».
Γνωρίζει ο φιλόδοξος μονάρχης ότι χωρίς πειστικά προσχήματα, αλλά
και δυνάμεις ασφαλείας, ο θρόνος του στηρίζεται επάνω σε αναμμένα
κάρβουνα. Έτσι διατυμπανίζει τους φόβους του έναντι του εχθρού,
ορατού και αόρατου, εξωτερικού και εσωτερικού, και δικαιολογεί την
αυτο-αντιφατικότητά του: να κηρύσσει απ’ τη μια μεριά
διεθνώς το ευαγγέλιο του αφοπλισμού και της παγκόσμιας ειρήνης και
από την άλλη να εφαρμόζει τη μακιαβελική αρχή, κατά την οποία η
εθνική ισχύς συνδέεται αναγκαστικά με τη στρατιωτική οργάνωση
της πολιτείας. Χωρίς ισχυρό στρατό η οργάνωση της πολιτείας
στηρίζεται επάνω στην άμμο...
Η πολιτική κωμωδία «Μανδραγόρας»:
Και επειδή υπάρχει μέγας κίνδυνος, κάποτε να
ξεσηκωθούν κάποιοι «αντιφρονούντες», κάποιοι «εχθροί του λαού και
της προόδου», να καταγγείλουν στο λαό τις αντιφάσεις του και να του
αφαιρέσουν το προσωπείο, ώστε να κάμουν να φανεί ανοιχτά το
αληθινό του πρόσωπο, φρικαλέο και στυγερό, όπως είναι στην
πραγματικότητα, εκείνος έχει φροντίσει και για τον ύπνο του λαού.
Όπως και στις δραματικές τριλογίες του
ελληνικού θεάτρου καταβαλλόταν προσπάθεια από την αρχή της
παράστασης των τραγωδιών να προετοιμάζεται ψυχολογικά ο θεατής για
την αποζημίωσή του, η οποία του προσφερόταν με τη γεύση του
σατυρικού δράματος, όπου διασκέδαζε με την καρδιά του ο πάσα
πικραμένος από τα ξεκαρδιστικά καμώματα των λογίς-λογίς Σατύρων,
έτσι και ο Μακιαβέλι κατακλείει τη θεωρητική του δημιουργία με μια
κωμωδία, η οποία φέρει τον εύστοχο τίτλο, και πολύ
σημαντικό, «Μανδραγόρας». Ο μέγας θαυμαστής του Μακιαβέλι,
Άγγλος βαρόνος, ιστορικός και πολιτικός Θωμάς Μακώλεϋ (1800-1859)
εύρισκε ότι η πεντάπρακτη αυτή κωμωδία είναι κατά πολύ ανώτερη από
τις κωμωδίες του Γκολντόνι και του Μολιέρου. Και γιατί θεωρείται ως
εύστοχος ο τίτλος;
Ως μανδραγόρας (κοινώς: η σκάρφη) είναι
γνωστό από τους αρχαιότερους χρόνους ένα ποώδες και πολυετές φυτό,
που ευδοκιμεί κυρίως στις χώρες της παραμεσόγειας Ευρώπης. Το φυτό
αυτό χρησιμοποιούταν απαύστως ως το Μεσαίωνα για τις φαρμακευτικές
του ιδιότητες («μυδριατικές, υπνωτικές και αντισπασμωδικές»).
Και όχι μόνο ως φαρμακευτικό, αλλά ήταν
περιζήτητο και για τις μαγικές και υπερφυσικές του δυνάμεις, οι
οποίες δρούσαν θαυματουργικά, ασφαλώς για τους εύπιστους και τους
δεισιδαίμονες. Έτσι με τον οπό, τους καρπούς ή και τις ανθρωπόμορφες
ρίζες του μανδραγόρα μπορούσε κάποιος απ’ αυτούς να εκπληρώνει τα
ερωτικά του όνειρα, να αποκαθιστά τη σεξουαλική του δύναμη, να
γιατρεύεται από κάθε νόσημα, να γίνεται πλούσιος ή και από άγονος
και στείρος να μεταβάλλεται παραχρήμα σε σποριακό και πολύτεκνο.
(Εμείς οι Έλληνες μετά το Μεσαίωνα περιφρονήσαμε το θαυμάσιο τούτο
φυτό, αφού μας καταπλάκωσε το αφιόνι της τουρκοκρατίας, οπότε στα
δημοτικά μας τραγούδια το αντικαταστήσαμε με άλλα ποιητικότερα ίσως,
αλλά λιγότερο ναρκωτικά, όπως ας πούμε με τον αμάραντο ή τον κρητικό
έρωντα, το δίκταμο, κατάλληλο για βραδινό ρόφημα).
Χωρίς την υπέροχη αυτή κωμωδία, το «Μανδραγόρα»,
το συγγραφικό έργο του περίφημου πολιτικού στοχαστή της Φλωρεντίας
των Μεδίκων θα παρέμενε ασφαλώς χωρίς εσωτερική ενότητα, χωρίς κρυφή
αρμονία. Αυτό το αγροτόπαιδο, ο Νικόλας Μακιαβέλι, του οποίου τη ζωή
σφράγισαν δύο συγκλονιστικές φυσιογνωμίες, ο Μέδικος Λαυρέντιος ο
Μεγαλοπρεπής και ο δια πυράς τελειωθείς καλόγερος Ιερώνυμος
Σαβοναρόλα, δεν ήταν δυνατόν να αφεθεί έρμαιο της αμηχανίας,
στην οποία οδηγεί η τύχη των «άοπλων προφητών» («Ηγεμόνας»
Κεφ. VI).
Πολιτική και τέχνη του Θεάτρου:
Διδάχτηκε ακόμα τα μυστικά της θεατρικής τέχνης, η οποία σώζει την
πολιτική όχι μόνο από τη δεξιοτεχνία του Καίσαρα Βοργία, τον οποίον
ο Μακιαβέλι χρησιμοποίησε ως μοντέλο για τη σύνθεση του «Ηγεμόνα»
του, αλλά και ως πειραματόζωο της διπρόσωπης διπλωματίας του·
από τους πάπες διδάχθηκε τις μεθόδους αυτής της αδίστακτης
διπλωματίας και της ληστρικής δωροδοκίας· από το αμοραλιστικό πνεύμα
της εποχής του διδάχθηκε πώς να παραβλέπει το θείο νόμο και την
πίστη στην μετά θάνατον κρίση και δικαίωση, αλλά και πώς να βλέπει
την πραγματικότητα με γυμνούς οφθαλμούς, ώστε να επιστρατεύει με
ασφάλεια κάθε μέσο για επιτυχία των επιδιώξεων του.
Ο μακιαβελισμός μορφή πολιτικής
τυραννίας: Έτσι ο «Ηγεμόνας» του από
άλλους μεν έχει χαρακτηριστεί «εγχειρίδιο δημοκρατών» (π.χ. Ρουσσώ:
«Κοινωνικό Συμβόλαιο», III,
Κεφ. VI), ενώ από άλλους
«εγχειρίδιο για το πώς οι πρίγκιπες θα γίνουν τύραννοι», αλλά και
πώς να βιδώνονται επάνω στον τυραννικό θρόνο τους. Άλλωστε θαυμαστές
του Μακιαβέλι ήταν η Αικατερίνη των Μεδίκων και ο γιος της Ερρίκος
Γ', βασιλιάς της Γαλλίας, αμφότεροι υπεύθυνοι για τη φονικότατη
νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου (1572). Ο Ερρίκος Δ', αρχικά βασιλιάς
της Ναβάρας και μετέπειτα της Γαλλίας, είχε ως πρότυπό του τον
«Ηγεμόνα». Στην Αγγλία ο βασιλιάς Ερρίκος Η΄, πατέρας της Ελισάβετ,
λάτρευε τον «Ηγεμόνα». Μοντεσκιέ και Μακιαβέλι μελετούσε ο
Μ. Ναπολέων, ο δε αυτοκράτορας της Γαλλίας Ναπολέων Γ' (1808-1873)
αναδείχθηκε άριστος μαθητής του Μακιαβέλι και σε κάτι άλλο ακόμη:
στην πολιτική των δωροδοκιών και των φιλοδωρημάτων, με
την οποίαν άλλωστε προετοίμασε την παρακμή του και την
αυτοκαταστροφή του.
Όλοι αυτοί οι μεγάλοι
τύραννοι-βρικόλακες, αλλά και πολλοί άλλοι μικρότεροι απ’ αυτούς δε
στηρίχτηκαν επάνω στην αρχή της Δικαιοσύνης, όπως συνιστούν οι
μεγάλοι φιλόσοφοι της Πολιτικής (Πλάτων, Αριστοτέλης, Αυγουστίνος,
Καντ, κλπ.), αλλά επάνω στην αρχή της «Λογικής του κράτους». Και δεν
είναι άσχετο προς τη σκέψη του Μακιαβέλι το φαινόμενο, που εισήγαγε
από το 1970 κ.ε. στην παγκόσμια πολιτική σκηνή ο μαθητής του
Μέττερνιχ Εβραιο-αμερικανός πολιτικός Χένρι Κίσσινγκερ και το οποίο
εμείς παρακολουθούμε να ευδοκιμεί στο Ισραήλ: την αναβίωση της αρχής
της raison d’ état.
Αλλά ποιος ουδέτερος παρατηρητής αμφιβάλλει ότι το σύστημα αυτό
εφαρμόζεται με μεγάλη επιτυχία και μέσα στη δική μας ζωή, μια και οι
πολλοί από μας «καθεύδομεν υπό Μανδραγόρα»;
Δημοσθένης Γ. Γεωργοβασίλης