Στην παρούσα ανακοίνωση διερευνάται καταρχήν η σχέση του θεσμού της τοπικής αυτοδιοίκησης με τον Πολιτισμό γενικότερα και με το θέμα της προστασίας, ανάδειξης και αξιοποίησης της πολιτισμικής κληρονομιάς του τόπου ειδικότερα, η διασύνδεση επίσης πολιτισμού και οικονομίας που έχει δρομολογηθεί από την Ευρωπαϊκή αλλά και την εθνική πολιτιστική πολιτική και υλοποιείται με ποικίλες δράσεις όπως είναι π.χ. οι χαράξεις πολιτιστικών διαδρομών, αξιοποιήσιμων και από τον τουρισμό, η ψηφιοποίηση του πολιτισμικού αποθέματος, η ανάπτυξη πολιτιστικών θεσμών (Μουσείων, Φεστιβάλ, Εκθέσεων) κλπ. Έχοντας την άποψη ότι δεν είναι αρκετό η πολιτισμική κληρονομιά του παρελθόντος απλώς να προστατεύεται αλλά να αναδεικνύεται σε πεδίο πολιτισμικής δημιουργικότητας του παρόντος, σε δυναμικό πεδίο παραγωγής νέων ιδεών και γνώσης που διαχέεται στην κοινωνία προτείνονται στη συνέχεια κάποιες πρακτικές που συμβαδίζουν με την άποψη της από-μνημειοποίησης των πολιτισμικών μνημείων του παρελθόντος και μετατροπής τους σε πεδία γνώσης, επικοινωνίας και ανάπτυξης. Μία τέτοια πρακτική συνιστά η χάραξη πολιτιστικών διαδρομών. Σημειώνεται καταρχήν ότι οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Δημοτικής και Νομαρχιακής) έχουν αναδειχθεί, από το 1980 και εξής, σε σημαντικούς εταίρους στην πολιτιστική σκηνή, τόσο για την παραγωγή και αναπαραγωγή του σύγχρονου πολιτισμικού γίγνεσθαι , όσο και για την προστασία και διαχείριση του πολιτισμικού πλούτου. Ένα σημαντικό μέρος της πολιτιστικής παραγωγής του τόπου έχει π.χ. ανατεθεί και πραγματοποιείται, άλλοτε πετυχημένα και άλλοτε όχι, από πνευματικά π.χ. κέντρα, από πολιτιστικές δράσεις και παρεμβάσεις των ΟΤΑ και των πολιτιστικών εταιρειών τους, από δημοτικά μουσεία, πινακοθήκες κλπ. Στο πεδίο της πολιτισμικής ειδικότερα κληρονομιάς ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης αναδεικνύεται καθοριστικός εφόσον είναι και στη δική της διαχειριστική ευθύνη να συμβάλλει με τις αποφάσεις της και τις ενέργειές της στη διατήρηση/ προστασία αυτής της κληρονομιάς και της πολιτισμικής ταυτότητας του τόπου ή στην ανάδειξη και αξιοποίηση των ιδιαίτερων πολιτιστικών στοιχείων της περιοχής. Το θέμα της συμμετοχής της τοπικής αυτοδιοίκησης στον τομέα της πολιτισμικής κληρονομιάς και της διαχείρισής της έχει την ιστορία του, τις διαστάσεις του και τις ερμηνείες του που δεν είναι του παρόντος να αναλυθούν. Εκείνο μόνο που σημειώνεται είναι ότι η σύμπραξη και η συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης ενισχύθηκε αφότου η πολιτισμική κληρονομιά, ο πολιτισμός γενικότερα άρχισε να αντιμετωπίζεται και ως μοχλός της τοπικής / περιφερειακής ανάπτυξης. Ενδεικτικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι στον τομέα του πολιτισμού εμπλέκονται πλέον διάφορα Υπουργεία και Φορείς. Σημειώνεται αναλυτικότερα ότι ενώ η πολιτιστική πολιτική στην Ελλάδα, χαράσσονταν μέχρι το 1980 κυρίως από το Υπουργείο Πολιτισμού και υλοποιούνταν από τους φορείς που εποπτεύονται από αυτό ( από τις αρχαιολογικές υπηρεσίες, τα κρατικά και επιχορηγούμενα μουσεία, τα Φεστιβάλ κινηματογράφου κλπ), στη συνέχεια άρχισαν να συμμετέχουν σε θέματα του πολιτιστικού τομέα και άλλα Υπουργεία όπως και το Υπουργείο Παιδείας ( μέσω π.χ. του προγράμματος Μελίνα), το Υπουργείο Ανάπτυξης και οι εποπτευόμενοι φορείς του, όπως π.χ. ο Εθνικός Οργανισμός Τουρισμού, ο ιδιωτικός τομέας και βεβαίως οι Τοπικές Αυτοδιοικήσεις. Επισημαίνεται ωστόσο ότι αυτή η συμμετοχή δεν συνοδεύτηκε από υποστηρικτικές δράσεις έτσι ώστε να προωθηθεί με ορθούς όρους ο τομέας της διαχείρισης και να συνεχίσει ο πολιτισμικός πλούτος να υπάρχει , να ανατροφοδοτείται και να λειτουργεί προς όφελος της τοπικής και ευρύτερης κοινωνίας αλλά και της οικονομίας της. Γενικότερα άλλωστε ο τομέας του πολιτισμού και της προστασίας της πολιτισμικής κληρονομιάς δεν έχει τύχει της απαιτούμενης προσοχής, ούτε από την πλευρά του εθνικού κράτους που έχει την κατεξοχήν δικαιοδοσία για τον πολιτιστικό τομέα, δεδομένου ότι ο πολιτισμός κάθε λαού συνιστά το προσδιοριστικό στοιχείο και την έκφραση της εθνικής ταυτότητας του, ούτε όμως και από την Ε.Ε η οποία μετά το 1993 εκδήλωσε το ενδιαφέρον της για τον πολιτισμό συναρτώντας ωστόσο αυτόν τον τομέα με τις κύριες εξελίξεις της Ε,Ε, δηλαδή με την εμπορική, την οικονομική και νομισματική ολοκλήρωσή της (βάσει της Συνθήκης του Μάαστριχ, 1992). Αναλυτικότερα στόχος της Ε.Ε είναι η ενίσχυση συμμετοχής των πολιτών στην ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, η ανάπτυξη και η συνειδητοποίηση μιας κοινής, ευρωπαϊκής πολιτιστικής συνείδησης και κουλτούρας μέσω όμως της συνειδητοποίησης , της ανάδειξης και της αξιοποίησης της πολιτισμικής διαφοράς και των ιδιαίτερων τοπικών, περιφερειακών, εθνικών, εθνοτικών κλπ πολιτισμικών τους στοιχείων. Στην υλοποίηση των προαναφερόμενων στόχων συμβάλλει μεταξύ των άλλων και ο τουρισμός, μορφές μάλλον τουρισμού που μπορούν να λειτουργήσουν αφενός ως πλαίσια διαλόγου και επικοινωνίας και αφετέρου ως άρνηση και αντιστάθμισμα στο μοντέλο του μαζικού τουρισμού και στις αρνητικές επιπτώσεις που ο τελευταίος έχει πάνω στο φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον. Μία κατεξοχήν δε δράση που συνδέει αυτές τις δύο έννοιες και τα περιεχόμενα τους είναι αυτή του πολιτιστικού, όπως ονομάστηκε τουρισμού. Από μια άποψη η σχέση πολιτισμός / ταξίδι, / περιήγηση, / τουρισμός γενικότερα υπήρχε πάντα. Οι περιηγήσεις π.χ. των Ευρωπαίων κατά τους τελευταίους αιώνες σε διάφορες χώρες ήταν κατά βάση πολιτισμικές, καθώς είχαν ως κύριο στόχο τη γνώση, τη μόρφωση με την απόκτηση νέων εμπειριών και στοιχείων που μόνο η πολιτισμική εμπειρία του άλλου , του ξένου κόσμου μπορούσε να παρέχει. Μια άλλη μορφή ήταν αυτή του περιηγητισμού του περιβάλλοντος, περιήγηση κατά βάση πολιτισμική , εφόσον το περιβάλλον είναι πολιτισμικά προσδιορισμένο. Πρόκειται για δυο μορφές ταξιδιού και περιήγησης που τις πραγμάτωναν και οι ευρωπαίοι περιηγητές που έρχονταν στην Ελλάδα ειδικότερα από τον 17ο αιώνα με κύριο ενδιαφέρον τους να «γνωρίσουν» τον χαμένο γι΄αυτούς αρχαιοελληνικό πολιτισμό και τη φύση που τον γέννησε. Τα περιηγητικά κείμενα και οι ζωγραφικές απεικονίσεις της αρμονικής σχέσης πολιτισμού ( της αρχαιότητας) και φυσικού περιβάλλοντος, αναδεικνύουν με τον καλύτερο νομίζω τρόπο πώς και από ποιούς «κατασκευάστηκε» στην πρώιμη τουλάχιστον φάση η πολιτισμική εικόνα του αρχαιοελληνικού παρελθόντος, όπως επίσης και η εικόνα του νεοέλληνα και του νεότερου ελληνικού πολιτισμού. Πρόκειται για πολιτισμικές αναπαραστάσεις που έδρασαν στη συνέχεια προσδιοριστικά στην εικόνα του εαυτού του σύγχρονου Έλληνα και συνέβαλαν καθοριστικά στην εθνικιστική ιδεολογία και στη συγκρότηση της εθνικής πολιτισμικής του ταυτότητας. Πάνω δε σε αυτήν την ετεροπροσδιορισμένη αναπαράσταση του εαυτού - που δομείται, όπως σημειώθηκε, πάνω στην αρχαιοελληνική πολιτισμική κληρονομιά , λιγότερο στη βυζαντινή και ελάχιστα στη νεότερη- και σταδιακά πάνω σε μια αιγαιοπελαγίτικη ελληνικότητα, βάσιζε έως τις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60 το τουριστικό της πρόσωπο η Ελλάδα. Γενικότερα εξάλλου αυτή τη μορφή του σύγχρονου πολιτιστικού τουρισμού, την είχαν καταστήσει βασική επιδίωξη οι διάφοροι πολιτιστικοί θεσμοί που λειτουργούσαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ασκούσαν μιαν επίδραση στους επί μέρους εθνικούς πολιτιστικούς σχεδιασμούς. Ενδεικτικά αναφέρω το Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών (Icomos) που προώθησε τη Χάρτα του Πολιτιστικού Τουρισμού ( υπογράφτηκε το 1976 στις Βρυξέλες), το Συμβούλιο επίσης της Ευρώπης που έκανε βήματα προς την ανάπτυξη μιας τουριστικής πολιτικής που θα υπηρετούσε τον στόχο για την ανάδειξη και συνειδητοποίηση της κοινής ευρωπαϊκής κληρονομιάς και των σημείων επαφής των λαών της Ευρώπης. Διάφοροι ωστόσο κοινωνικοοικονομικοί και πολιτισμικοί παράγοντες συντέλεσαν ώστε αυτοί οι στόχοι να παραμείνουν από το 1960 σχεδόν ως το 1987, όπου διατυπώθηκε και ψηφίστηκε η πρόταση για τη δημιουργία ευρωπαϊκών πολιτιστικών διαδρομών, στο επίπεδο των σχεδιασμών και των προτάσεων. Από το 1990 ωστόσο και εξής και με το δεδομένο ότι ο τουρισμός κατείχε σημαίνουσα θέση στην οικονομία πολλών κοινωνιών, εκφράστηκε η ανάγκη ανάπτυξης μορφών τουρισμού που θα σέβονται την πολιτισμική ταυτότητα, το φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον των κοινωνικών υποδοχής και παράλληλα αποφασίστηκε η αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς για τουριστικούς σκοπούς. Από εκεί και ύστερα αυτές οι πολιτιστικές διαδρομές, βρήκαν υποστηρικτές και άρχισαν να υλοποιούνται. Η συνεργασία με κρατικές και περιφερειακές αρχές είχε καταρχήν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός δικτύου « πολιτιστικών διαδρομών» μερικές από τις οποίες καταφέρνουν να αναπαριστούν και να αναβιώνουν οδούς επικοινωνίας που υπάρχουν στην Ευρώπη από τον μεσαίωνα ή πιο πίσω. Για την ανάπτυξή τους και την ενίσχυση πρωτοβουλιών δημιουργήθηκε μάλιστα το 1997 το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για τις πολιτιστικές διαδρομές( European Institute of Cultural Routes) που συντονίζει τα διακρατικά δίκτυα , προσφέρει τεχνική ή άλλη υποστήριξη και φροντίζει για την αποτελεσματική λειτουργία του κέντρου πληροφόρησης και τεκμηρίωσης για τις Πολιτιστικές διαδρομές. Τι είναι όμως και ποιες είναι οι κατηγορίες των πολιτιστικών διαδρομών? Συνοπτικά σημειώνω ότι οι πολιτιστικές διαδρομές βασίζονται, όπως προαναφέρθηκε, στην αρχή ότι οι πολιτισμοί της Ευρώπης είναι συνυφασμένοι μεταξύ τους και έχουν επηρεάσει ο ένας τον άλλον. Η συνειδητοποίηση επομένως της ιδιαίτερης πολιτιστικής ταυτότητας κάθε λαού και η αναζήτηση αντίστοιχων εμπειριών με τους άλλους λαούς, μπορεί να οδηγήσει στην ανάδειξη των κοινών στοιχείων και εμπειριών στον χρόνο και στον τόπο, στη συνειδητοποίηση της κοινής πορείας της ευρωπαϊκής πολιτιστικής ταυτότητας και της κοινής κληρονομιάς, στην αλληλοκατανόηση και στην αποτελεσματική συνεργασία για την προστασία και την ορθολογική αξιοποίηση των φυσικών και πολιτιστικών πόρων. Σε αυτά τα πλαίσια τα μνημεία , οι τοποθεσίες δεν αντιμετωπίζονται ως μεμονωμένες στιγμές του πολιτισμού αλλά ως πολιτισμικά στοιχεία που συνδέονται μεταξύ τους, συνιστώντας ενότητες που υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα και μοιράζονται οι λαοί στην ιστορική διαδρομή . Η παραπάνω θέση υπονοεί βέβαια την υπέρβαση των διαστάσεων του τοπικισμού, υπονοεί την ένταξη σε δίκτυα , την ανάπτυξη σχέσεων συνεργασίας και επικοινωνίας. Ως προς το καθεαυτό περιεχόμενό τους οι πολιτιστικές διαδρομές αποτελούν πραγματικές, χαραγμένες στον χώρο διαδρομές που καλείται ο επισκέπτης να ακολουθήσει, ή συμβολικές που είναι χαραγμένες στον κόσμο της εικονικής πραγματικότητας, στα βιβλία , σε βιντεοταινίες , φιλμς κλπ. Στην Ελλάδα το ενδιαφέρον για δράσεις και διαδρομές με πολιτιστικό περιεχόμενο που στόχευαν και στον μέσο επισκέπτη, άρχισε στην ουσία μετά το 1993. Η σημαντικότερη δράση ήταν αυτή που έγινε με το Επιχειρησιακό Υποπρόγραμμα «Πολιτισμός» του Β΄ Κ.Π.Σ. (1994 - 1999) και με το ενταγμένο πρόγραμμα «Τουρισμός–Πολιτισμός» που για την Ελλάδα αποτέλεσε την πρώτη οργανωμένη και κεντρικά σχεδιασμένη προσπάθεια διαμόρφωσης μίας συγχρηματοδοτούμενης από την Ε.Ε. διαρθρωτικής παρέμβασης στον τομέα του Πολιτισμού σε εθνικό επίπεδο. Αυτή η δράση είχε ως στόχο να φέρει κοντά τον πολιτισμό με την οικονομία, να καταστήσει μάλλον τον πολιτισμό μοχλό ανάπτυξης σχέσεων επικοινωνίας και διαλόγου μεταξύ των λαών και των πολιτών της Ευρώπης και μοχλό οικονομικής ανάπτυξης σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Ειδικότερα το προαναφερόμενο πρόγραμμα στόχευε στη βελτίωση και ενίσχυση του πολιτιστικού τουριστικού προϊόντος και στην τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας μέσω της αξιοποίησης, αναβάθμισης και ορθολογικής διαχείρισης των πολιτιστικών υποδομών και δραστηριοτήτων. Στα πλαίσια αυτά προωθήθηκαν καταρχήν δράσεις αποκατάστασης και προβολής μνημείων και αρχαιολογικών χώρων ( Δελφοί, Ολυμπία κ.λπ) ενώ παράλληλα αναπτύχθηκαν οι υποδομές, οι υπηρεσίες και τα παρεχόμενα πολιτιστικά αγαθά, με στόχο την αύξηση της επισκεψιμότητας των αρχαιολογικών χώρων, των μουσείων, των μνημείων ευρύτερα της πολιτισμικής κληρονομιάς. Ενθαρρύνθηκαν επίσης πρωτοβουλίες τοπικών κυρίως φορέων για προγράμματα πολιτιστικού τουρισμού ( π.χ. το Δίκτυο Μουσείων με πρωτοβουλία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ( στην περιφέρεια Πελοποννήσου), το Πολιτιστικό Οδοιπορικό του ΕΙΕ ( εκθέσεις, μορφωτικές εκδρομές, επιστημονικές συναντήσεις ) . Αντίστοιχους στόχους είχαν και οι επόμενες συναφείς δράσεις . Αυτή η σύζευξη της πολιτισμικής κληρονομιάς με την τοπική / περιφερειακή ανάπτυξη και με τις νέες τάσεις τουριστικής πολιτικής, μπορεί πράγματι να πραγματοποιηθεί με επιτυχή τρόπο και μέσα από δράσεις όπως αυτές των πολιτιστικών διαδρομών. Διαδρομών όμως που θα αναδεικνύουν τα μνημεία του παρελθόντος σε τόπους μνήμης, σε τόπους παιδείας και επικοινωνίας, σε έναυσμα εν τέλει για ανατροφοδότηση του πολιτισμού και της πολιτισμικής δράσης στο παρόν. Και βεβαίως σε καθοριστικούς παράγοντες άρσης της απομόνωσης του τόπου και επίσης σε μοχλούς της επιχειρούμενης τοπικής, αειφόρας ανάπτυξης. Οι τουριστικά αξιοποιήσιμες πολιτιστικές διαδρομές φέρνουν οικονομικούς πόρους γενικότερα αλλά και πόρους για την κάλυψη δαπανών για την προστασία , την έρευνα και την ανάδειξη της ίδιας της πολιτισμικής κληρονομιάς. Χωρίς πόρους δε γίνεται σωστή προστασία και αξιοποίηση της πολιτισμικής κληρονομιάς, δε γίνεται πολιτισμική αναπαραγωγή αναγκαία για το παρόν και το μέλλον της κοινωνίας. Προς αυτήν την κατεύθυνση βρίσκεται και η πρότασή μου για τη χάραξη κάποιων πολιτιστικών διαδρομών στην περιοχή. Επισημαίνεται καταρχήν ότι η «πολιτιστική διαδρομή» διαφέρει από αυτή της περιήγησης. Η πολιτιστική διαδρομή προσκαλεί τον επισκέπτη να ακολουθεί μια νοερή διαδρομή στον τόπο και στο χρόνο που συνδέει , συσχετίζει και εντάσσει τα διάφορα αλληλένδετα στοιχεία στα πλαίσια του κεντρικού θέματος, που προσκαλεί ταυτόχρονα σε διαδοχική ανακάλυψη της ιστορικής και σύγχρονης κοινωνικής ζωής και κουλτούρας. Στην παρούσα δε πρόταση θεωρείται ως προϋπόθεση η διεπιστημονική και πολυεπιστημονική προσέγγιση και κυρίως η αντιμετώπιση των «μνημείων» του παρελθόντος αφενός ως υλικών τεκμηρίων μιας συγκεκριμένης περιόδου και αφετέρου ως δυναμικών πεδίων δράσης και ως «οιωνοί υποκειμένων» που συμμετέχουν στην ιστορική διαδικασία συγκρότησης των διάφορων και διαφορετικών κοινωνικών και πολιτισμικών ταυτοτήτων του τόπου, σε πεδία τέλος συνάντησης και σύγκρουσης ποικίλων λόγων , ιδεολογιών και συλλογικών αναπαραστάσεων που αφορούν τόσο το παρελθόν όσο και το παρόν. Σε αυτά τα πλαίσια τα «μνημεία» /πολιτισμικοί τόποι προβάλλουν την αντίληψη του βιωμένου, κοινωνικού χώρου ( που αποτελεί προϊόν πραγματικοτήτων με διαφορετικές, ιστορικές και κοινωνικές καταβολές) προσεγγίζονται ως τόποι πολλών ‘ιστοριών’ με εύπλαστο και διαπραγματεύσιμο περιεχόμενο, ως πεδία συνάντησης και σύγκρουσης ποικίλων λόγων ιδεολογιών ( επίσημων και ανεπίσημων, κυρίαρχων /λαϊκών κλπ) και ταυτοτήτων που αφορούν τόσο το παρελθόν όσο και το παρόν. Τα παραπάνω αποτελούν την άλλη όψη της ιστορίας τους και της διαλεκτικής σχέσης τους με τον καθημερινό άνθρωπο και αυτή η όψη έχει μείζονα σημασία για την συνολική κατανόηση του παρελθόντος και του παρόντος. Βασιζόμενοι στην ως τώρα ιστορική, αρχαιολογική, λαογραφική ευρύτερα εθνογραφική έρευνα και λαμβάνοντας υπόψη το κριτήριο των πολιτιστικών υποδομών, της προσβασιμότητας και επισκεψιμότητας του πολιτισμικού χώρου, προτείνεται τελειώς ενδεικτικά η χάραξη των παρακάτω πολιτιστικών και πολιτισμικών διαδρομών. Διαδρομές Ιερότητας : Α. Μία διαδρομή θα μπορούσε να έχει ως κεντρικό θέμα τη λατρεία της θεάς Άρτεμης, της θεάς του αγροτικού κόσμου (Αγραία, Αγροτέρα, Λαφρία) Β)Διαδρομές της λατρείας της Παναγίας που ενώνει τον αρχαιοελληνικό και χριστιανικό κόσμο. Η εμφάνιση και η αργή διάδοση της νέας θρησκείας, της χριστιανικής θα πρέπει να υποθέσουμε ότι διαμόρφωνε με τη σειρά της αθόρυβα μια νέα πραγματικότητα στη Αιτωλία και γενικότερα στη Δυτική Στερεά Ελλάδα , ειδικότερα από τον 2ο μ.Χ. αιώνα. . Διαπιστώνεται ότι στα παράλια και στην πεδινή κυρίως ζώνη αρχίζει να αναπτύσσεται μια καινούρια ζωή και οι κάτοικοι πάνω στα παλιά ιερά της αρχαίας θρησκείας κτίζουν τα νέα τους χριστιανικά ιερά. Αυτά τα παλαιοχριστιανικά για μας μνημεία, που είναι συνδεδεμένα με αστικά συμφραζόμενα αν και έμειναν έξω από την αρχαιολογική έρευνα σχεδόν στο σύνολό τους ( 23 περίπου παλαιοχριστιανικές βασιλικές σε όλο το νομό) τεκμηριώνουν μια τάση επανακαθίδρυσης της αστεακότητας ( βλ. βασιλική Ναυπάκτου, βασιλική Φοινικιάς Μεσολογγίου, κάτω από τα τείχη της Νέας Πλευρώνας, βασιλική της Κάτω βασιλικής , Παναξιώτισσας, βασιλική Τριμητού , Μάστρου, Κάστρου Παραβόλας, Γουριάς). Αρκετοί από τους παραπάνω ναούς διασώζουν τα μορφολογικά χαρακτηριστικά της μέσης βυζαντινής περιόδου και αυτό αποτελεί ένα δείγμα για τη συνεχιζόμενη κατοίκηση μερικών περιοχών και την ανάπτυξη πόλεων και οικισμών με κάποια σημαντική δραστηριότητα. Διαδρομές αστεακότητας ( Μακύνεια, Καλυδώνα, Πλευρώνα, Στράτος, Θέρμο ). Εδώ θα μπορούσε να ενταχθεί και η Διαδρομή των θεατρικών οικοδομημάτων ( Μακύνειας, Πλευρώνας, Οινιάδων, Στράτου). Διαδρομές στα Κάστρα και στους Καστρινούς Μύθους και παραμύθια. Ακολουθώντας το χερσαίο οδικό δίκτυο του παρελθόντος το οποίο ήδη η ιστορική και αρχαιολογική έρευνα έχει αναδείξει ή και το σύγχρονο οδικό δίκτυο μπορούν να χαραχθούν δύο τουλάχιστον πολιτιστικές διαδρομές που θα έχουν ως κεντρικό θέμα τα κάστρα και τις προφορικές, λαϊκές αφηγήσεις γι’ αυτά και τον κόσμο τους. Ενδεικτικά σημειώνεται ότι αυτές μπορούν να ξεκινούν και οι δύο από το κάστρο της Ναυπάκτου, να οδηγούν στη συνέχεια στο κάστρο του Αντιρρίου, να συνεχίζουν προς το κάστρο της κυρά Ρήνης ( Αρχαίας Πλευρώνας ) και του παραμυθιού για αυτήν και για τον έρωτά της προς τον βασιλιά Ανήλιαγο (ένα φεστιβάλ παραμυθιού και προφορικής αφήγησης με πλούσια επίσης οπτικοακουστικά μέσα θα μπορούσε επίσης να πλαισιώνει σε συγκεκριμένο χρόνο την πολιτιστική διαδρομή), να οδηγούν προς το Τριτόκαστρο ( της αρχαίας πόλης των Οινιάδων) και του καταδικασμένο σε θάνατο βασιλιά Ανήλιαγο αν τον έβλεπε το φως της μέρας. Μια επί μέρους διαδρομή θα μπορούσε να οδηγεί στο φρούριο του Αγγελόκαστρου, του κάστρου που η λαϊκή παράδοση το πλαισίωσε με θρύλους και λαϊκές παραδόσεις που αναφέρονταν σε βυζαντινές αρχόντισσες, σε σχέσεις τους με Τούρκους κλπ. Στη συνέχεια η μία διαδρομή κατευθύνεται προς τον Αστακό και μια άλλη προς την Τριχωνίδα όπου και οι δύο συναντούν και οι δύο και φρούρια σημαντικά, ιστορία δηλαδή και συλλογική μνήμη που στην πορεία του χρόνου θα πρέπει να υποθέσουμε ότι ανακαλούνταν επιλεκτικά και ενεργοποιούνταν υπό διάφορες μορφές για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες του εκάστοτε παρόντος ή ως μνήμη, ιστορίες και παραδόσεις να συμβάλλουν στη συγκρότηση των πολιτισμικών ταυτοτήτων των ομάδων , των εθνοτήτων, των κοινωνικών συνόλων που μοιράζονταν τον τόπο. Αναλυτικότερα από το δρόμο προς τον Αστακό και ανάμεσα στη πεδιάδα και τον ορεινό όγκο του Ξηρομέρου, η πολιτιστική διαδρομή φτάνει στο Βυζαντινό κάστρο Βάρνατσας, στο κάστρο του Αετού, στο φρούριο προς την πεδιάδα της Αλυζίας , στο κάστρο του Δραγαμέστου και συνεχίζοντας στο κάστρο του Αγίου Γεωργίου και της Νέας Πλαγιάς. Από εκεί η διαδρομή μπορεί να φτάσει στο κάστρο του Ακτίου και να έχει ως τελικό προορισμό το επιβλητικό κάστρο της Βόνιτσας. Η διαδρομή προς την Τριχωνίδα μπορεί να περιλαμβάνει το κάστρο του Βουκάτιου(κάστρο Παραβόλας) και το μεσαιωνικό φρούριο του Βλοχού ( αρχαία ακρόπολη Θεστιέων), ως ενδιάμεσο σταθμό την αρχαία Στράτο με τις οχυρώσεις και τα άλλα στοιχεία της, το κάστρο Βάλτου και του Εμπεσού. Τελικός προορισμός κι εδώ το κάστρο της Βόνιτσας. Οι δύο πολιτιστικές διαδρομές πλαισιωμένες και από άλλα πολιτιστικά στοιχεία που περιβάλλουν το κεντρικό θέμα των κάστρων , των μύθων τους και των παραμυθιών τους, ολοκληρώνονται με την πολιτισμική περιδιάβαση της διαδρομής της άλλης κατεύθυνσης. Κλείνοντας σημειώνεται ότι οι βασικοί συντελεστές για την χάραξη και την πραγμάτωση των προαναφερόμενων διαδρομών διαλόγου, επικοινωνίας αλλά και ανάπτυξης πρέπει να είναι α) οι αρμόδιες αρχαιολογικές υπηρεσίες, οι επιστήμονες και οι ειδικοί που θα χαράξουν τους δρόμους με βάση την ιστορική, αρχαιολογική έρευνα , θα εγγράψουν πάνω τους τα νοηματικά περιεχόμενα του παρελθόντος και του παρόντος, που πιστοποιούν την ταυτότητα της πολιτιστικής διαδρομής στο χρόνο και τον τόπο και καθιστούν το πολιτιστικό παρελθόν ζωντανό, που θα εντάξουν τέλος την προτεινόμενη πολιτιστική διαδρομή με προσοχή στις σύγχρονες τουριστικές πρακτικές και β) οι Πολιτικές, Διοικητικές Τοπικές και περιφερειακές Αρχές που πρέπει να αγκαλιάσουν το επιστημονικό εγχείρημα, να προχωρήσουν με την συνδρομή και των πρώτων στην προβολή τους, στην υλοποίηση, τους, στη διαχείρισή τους εν τω συνόλω. γ)Άλλοι Φορείς, όπως τα επιμελητήρια, πολιτιστικοί σύλλογοι, Επιχειρήσεις συνδεόμενες με τον τουρισμό, να υιοθετήσουν και να εντάξουν αυτές τις διαδρομές, στις δράσεις τους ενώ τα ΜΜΕ να συμβάλλουν στην ενημέρωση και στην ευαισθητοποίηση του κοινού . Σημειώνεται επίσης ότι μόνο με τον σεβασμό απέναντι στην ιστορία και στη συλλογική μνήμη του τόπου και με την αναγνώριση και αξιοποίηση της πολιτισμικής ταυτότητας και δυναμικής του εκ μέρους των ιθυνόντων και των συντελεστών χάραξης και υλοποίησης των διαδρομών μπορούν να επιτευχθούν οι στόχοι τους. Κ. Μπάδα |