Βασίλη Πατρώνη:
O καπνός και το καπνεργατικό κίνημα
Μετά το 1870 η καλλιέργεια του καπνού στην περιοχή του Αγρίνιου άρχισε να αποκτά μεγάλη σημασία για την τοπική οικονομία. Από τις αρχές του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα, η επέκταση της καπνοκαλλιέργειας στην περιοχή πήρε μεγάλες διαστάσεις, απαντώντας στην αυξημένη ζήτηση και στις υψηλές τιμές που προφέρονταν για τα καπνά Αγρινίου, τόσο από την εσωτερική κατανάλωση όσο κυρίως από τη διεθνή αγορά. Εξαιτίας της ιδιοσυστασίας του εδάφους και του κλίματος, τα καπνά του Αγρίνιου μαζί με τα Θρακομακεδονικά, που ονομάστηκαν και «ανατολικά», θεωρήθηκαν τα καλύτερα της παγκόσμιας παραγωγής.
Τα τσεμπέλια των περιοχών Ζαπαντίου, Παραβόλας και Ξηρομέρου απευθύνονταν στην εσωτερική αγορά και αγοράζονταν από τις καπνοβιομηχανίες που είχαν δημιουργηθεί στον Πειραιά, στον Βόλο και τη Θεσσαλονίκη. Όπως μας πληροφορεί ο Ευ. Παπαστράτος, «Μία ή δύο φορές τον χρόνο έρχονταν στο Αγρίνιο από διάφορες πόλεις της Ελλάδας οι καπνοβιομήχανοι της εποχής εκείνης: (...) Επισκέπτονταν τα καπνά των περιφερειών Αγρινίου, Παραβόλας και Ξηρομέρου και έκαναν τις προμήθειές τους»1 Οι καλές ποιότητες των καπνών «μυρωδάτα Αγρίνιου» αγοράζονταν σε υψηλές τιμές από τις ελληνικές και ξένες καπνοβιομηχανίες της Αιγύπτου, οι οποίες μάλιστα αργότερα εγκατέστησαν μόνιμους αντιπροσώπους στο Αγρίνιο, για να προμηθεύονται απ’ ευθείας από την παραγωγή τις ποσότητες που είχαν ανάγκη. Επίσης, κατώτερες κυρίως ποιότητες τσεμπελιών και μυρωδάτων εξάγονταν μέσω των εμπόρων της Πάτρας στις αγορές της Ολλανδίας και της Γερμανίας.
Έτσι, κατά την περίοδο 1900-1930, από τη μια η αύξηση της παγκόσμιας κατανάλωσης καπνού (εξαιτίας της διάδοσης του καπνίσματος από τις ανώτερες εισοδηματικές τάξεις στις μέσες και τις κατώτερες) και από την άλλη η γενικότερη θετική συγκυρία για την ελληνική αγροτική παραγωγή έδωσαν τεράστια ώθηση στην καλλιέργεια και την παραγωγή του καπνού στην Αιτωλοακαρνανία. Οι περισσότεροι καπνοκαλλιεργητές ήταν μικροϊδιοκτήτες και ασχολούνταν, στη μεγάλη τους πλειονότητα, αποκλειστικά με τον καπνό. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η καπνοκαλλιέργεια, χάρη στη μεγαλύτερη συγκριτικά απόδοσή της σε σχέση με άλλες καλλιέργειες, φαινόταν ως η καλύτερη λύση για την οικογένεια που είχε πολλά χέρια και λίγη γη.
Ας σημειωθεί, επίσης, ότι η ευνοϊκή συγκυρία για το κύριο επαγωγικό προϊόν του νομού κατά την περίοδο αυτή επέτρεψε τη σχετικά ομαλή απορρόφηση του προσφυγικού πληθυσμού, που συνέρρευσε στην περιοχή μετά το 1920 προερχόμενος από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο. Πράγματι, η εγκατάσταση περισσότερων από 2.500 προσφύγων στην περιοχή του Αγρίνιου -αριθμός που αντιπροσώπευε περίπου το 15% του πληθυσμού της πόλης στην απογραφή του 1928- έγινε δυνατό να πραγματοποιηθεί χωρίς μεγάλες τριβές χάρη στην ακμάζουσα τοπική οικονομία.
Η άνθηση της τοπικής αγροτικής οικονομίας οδήγησε στην περαιτέρω ανάπτυξη και οργάνωση του εμπορίου. Πηγές της εποχής αναφέρουν ότι το 1920 υπήρχαν στο Αγρίνιο 22 καπνεμπορικοί οίκοι εξαγωγής, πολλοί από τους οποίους ήταν αντιπρόσωποι ξένων εταιρειών και μονοπωλίων.2 Η αύξησή της διεθνούς ζήτησης, κυρίως για τα «μυρωδάτα Αγρίνιου», είχε συνέπεια όχι μόνο την αύξηση των καπνεμπορικών εταιρειών, αλλά και την απ’ ευθείας ανάληψη των εξαγωγών από τους εμπόρους του Αγρίνιου, χωρίς τη μεσολάβηση μεσαζόντων από την Πάτρα ή τον Πειραιά. Επίσης, εκσυγχρονίζεται ο τρόπος διεξαγωγής του εμπορίου και τώρα δεν γίνεται άναρχα και ανοργάνωτα, όπως στο τέλος του 19ου αιώνα, αλλά ακολουθώντας πλέον τις αυστηρές προδιαγραφές που επιβάλλουν οι ξένες καπνοβιομηχανίες.
Η ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής και του εξωτερικού εμπορίου δημιούργησε προϋποθέσεις για την ανάπτυξη και της δευτερογενούς παραγωγής. Επειδή ο καπνός που προοριζόταν για εξαγωγή έπρεπε να γίνει αντικείμενο προσεκτικής επεξεργασίας, διαλογής και δεματοποίησης, μεγάλες καπναποθήκες-καπνομάγαζα δημιουργήθηκαν στην πόλη του Αγρίνιου. Οι σημαντικότερες ήταν αυτές των Αδελφών Παπαστράτου, Αδελφών Παπαπέτρου, Αδελφών Παναγοπούλου, Ηλιού- «Generale», Καμποσιώρα και Κόκκαλη. Σε αυτές εργάζονταν καθημερινά εκατοντάδες εργάτες και εργάτριες, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από τους νεοφερμένους στην πόλη πρόσφυγες.
Η συγκρότηση της καπνεργατικής τάξης στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Σε αντίθεση με άλλα τμήματα της ελληνικής εργατικής τάξης, οι καπνεργάτες παρουσιάζουν ως τάξη μια ιστορική συνέχεια που ξεκινάει από την πολυεθνική Θεσσαλονίκη, η οποία μέχρι το 1912 αποτελούσε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκεί, στα καπνομάγαζα της πόλης, απασχολούνταν περίπου 10.000 εργάτες και εργάτριες και τα σωματεία των καπνεργατών βρίσκονταν εξ αρχής υπό την επιρροή των σοσιαλιστών της «Φεντερασιόν». Δεν ήταν λοιπόν καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι τα σωματεία των καπνεργατών και η καπνεργατική ομοσπονδία ήταν από τα καλύτερα οργανωμένα συνδικάτα στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, ενώ οι καπνεργάτες μπορούσαν να κινητοποιηθούν και για πολιτικούς στόχους. Σύμφωνα με τον Α. Μπεναρόγια, το 1921 περίπου το 90% των καπνεργατών ήταν συνδικαλιστικά οργανωμένοι,3 ενώ το 1928 οι καπνεργάτες σιγαροποιοί αποτελούσαν σχεδόν το 1/3 των μελών της ΓΣΕΕ.
Στο Αγρίνιο το σωματείο των καπνεργατών «Η
Αλληλοβοήθεια» ιδρύθηκε το 1911. Πρωτοστάτησε στην ίδρυση του
Εργατικού Κέντρου Αγρινίου το 1918 και αποτέλεσε τον κύριο κορμό του
εργατικού κινήματος της πόλης για τις επόμενες τρεις δεκαετίες. Με την
επέκταση των καπνομάγαζων-καπναποθηκών και την έλευση των προσφύγων ο
αριθμός των καπνεργατών-καπνεργατριών ξεπέρασε τις 2.000 και οι
συνδικαλιστικοί αγώνες τους έλαβαν χαρακτήρα μαζικό και μαχητικό. Οι
απεργιακές κινητοποιήσεις συνοδεύονταν πολλές φορές από αιματηρά
επεισόδια με τη Χωροφυλακή, αλλά και δυνάμεις στρατού που έφταναν σε
ενίσχυση. Χαρακτηριστικά είναι τα γεγονότα του Οκτωβρίου 1929, με τα
οποία σύμφωνα με μια πηγή ασχολήθηκε και η εφημερίδα «Πράβντα» στο
φύλλο της τής 24/10/1929: «Εξεγερθέντες καπνεργάτες κατέλαβον την
πόλιν η οποία ανεκαταλήφθη από τας καταλυθείσας αρχάς μόνον κατόπιν
ενισχύσεώς των, αποσταλείσης από το Σύνταγμα Μεσολογγίου. Ούτοι
αμύνθησαν όπισθεν ειδικών οδοφραγμάτων, οπόθεν αντέταξαν λυσσώδη
άμυναν επί τρίωρον».4 Είναι αξιοσημείωτο, τέλος, ότι οι καπνεργατικοί
αγώνες, ακόμη και όταν ελάμβαναν ακραίες μορφές, είχαν πάντα τη
συμπαράσταση της τοπικής κοινωνίας και των φορέων της, όπως για
παράδειγμα του Εμπορικού Συλλόγου, κάτι που βέβαια εξηγείται αν λάβει
κανείς υπόψη του το βάρος της κατανάλωσης των καπνεργατικών
οικογενειών στην τοπική οικονομία.
Η επεξεργασία του καπνού ήταν εποχική απασχόληση. Συνήθως γινόταν από τον Απρίλιο ως τον Οκτώβριο κάθε έτους. Συνεπώς, η ποσότητα και η ποιότητα της εργατικής δύναμης που χρειαζόταν το καπνεμπόριο ποίκιλλαν από εποχή σε εποχή, γεγονός που έκανε τους καπνεργάτες να αισθάνονται ότι οι εργοδότες ανέτρεπαν συνεχώς τις εργασιακές σχέσεις. Έτσι εξηγείται τόσο η υψηλή συμμέτοχή των καπνεργατών στο σωματείο τους όσο και η αγωνιστικότητα και η μαχητικότητα της καπνεργατικής τάξης στις διεκδικήσεις της. Η μαχητικότητα του καπνεργατικού κινήματος πήγαζε επίσης και από τις ιδιομορφίες της εργασιακής διαδικασίας, η οποία ελεγχόταν καθ’ ολοκληρίαν από τους καπνεργάτες. Το «σαλόνι», ο χώρος δηλαδή όπου άνδρες και γυναίκες μαζί διάλεγαν με τις ώρες τα καπνά, ενίσχυε τη συλλογικότητα και ευνοούσε τη διακίνηση και προπαγάνδιση σοσιαλιστικών ιδεών.5 Προσφερόταν «για την ανάπτυξη μιας ιδιότυπης εργατικής δημοκρατίας του τόπου δουλειάς, που έβρισκε την έκφρασή της στην “επιτροπή του σαλονιού’’».6 Αυτές ακριβώς «οι άτυπες και οργανωμένες σχέσεις των καπνεργατών στο καπνεργοστάσιο, διαπλεκόμενες με στοιχεία μιας αλληλέγγυας στάσης στη συνοικία και τη γειτονιά ενδυνάμωναν τη συνοχή και τη μαχητικότητα της καπνεργατικής τάξης».7 Παράλληλα, τουλάχιστον μέχρι το 1925 που ο συνδικαλισμός ήταν ισχυρός, υπήρχαν αντιπρόσωποι του σωματείου σε κάθε κέντρο επεξεργασίας, οι οποίοι είχαν λόγο και για τις προσλήψεις.
Eίναι, λοιπόν, φανερό ότι μέσω των επιτροπών σαλονιών και των εκπροσώπων του σωματείου στα καπνομάγαζα, οι καπνεργάτες εξασφάλιζαν τον απόλυτο έλεγχο της εργασιακής διαδικασίας και ασκούσαν, θα λέγαμε, μια προχωρημένη μορφή εργατικού ελέγχου, πρωτοφανούς για το ελληνικό εργατικό κίνημα. Αυτό προϋπέθετε μια αντίληψη και νοοτροπία της διαδικασίας της εργασίας όχι μόνο ανεξάρτητης από τις ιδιοκτησιακές σχέσεις, αλλά και ανταγωνιστικής μαζί τους.8 Έτσι, όταν τον Ιούνιο του 1926 η καπνεξαγωγική εταιρεία «Generate» του Οδ. Ηλιού αποφασίζει να μεταφέρει τα καπνά της στον Βόλο για επεξεργασία, συναντά την κατηγορηματική αντίθεση των καπνεργατών της, οι οποίοι εφορμούν στο σιδηροδρομικό σταθμό Αγρίνιου, ξεφορτώνουν με τη βία τα δέματα του καπνού από τα βαγόνια και τα επαναφέρουν στις αποθήκες της εταιρείας, προκειμένου να τα επεξεργαστούν οι ίδιοι.9 Παρόμοια επεισόδια αναφέρονται μερικούς μήνες αργότερα: «Την 1η Νοεμβρίου 1927 άνεργοι καπνεργάτες συγκεντρώθηκαν μπροστά από τις αποθήκες Παπαστράτου, μπήκαν μέσα με το ζόρι και άρχισαν να δουλεύουν κανονικά. Συγκρούστηκαν όμως με τους συντηρητικούς καπνεργάτες, που ήδη εργαζόντουσαν μέσα. Η Χωροφυλακή ειδοποιήθηκε και τους έδιωξε από τις καπναποθήκες. Την επομένη συγκεντρώθηκαν πάλι, αλλά οι χωροφύλακες που τους περίμεναν τους χτύπησαν. Έγινε άγρια σύγκρουση και πολλοί καπνεργάτες συνελήφθησαν. Στις 3 Νοεμβρίου οι καπνεργάτες επιχείρησαν να μπούνε πάλι στις καπναποθήκες, αλλά αποκρούστηκαν από τους χωροφύλακες. Επειδή τα πράγματα γινόντουσαν σοβαρά στάλθηκαν ενισχύσεις χωροφυλάκων από το Μεσολόγγι».10
Η συνδικαλιστική ενεργοποίηση των καπνεργατών εκφραζόταν και πολιτικά. Στις βουλευτικές εκλογές οι καπνεργάτες υποστηρίζουν σχεδόν σύσσωμα κομμουνιστές υποψηφίους, ενώ ένα μεγάλο μέρος των στελεχών του ΚΚΕ προερχόταν από τις τάξεις τους. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο το γεγονός ότι η εκλογική δύναμη του ΚΚΕ σε όλη τη χώρα ήταν μόλις 5,76%, ενώ στις περιοχές παραγωγής και επεξεργασίας καπνού έφθανε ακόμη και σε ποσοστά της τάξης του 20%.11 Αλλά και στις δημοτικές εκλογές, όπου υπήρχαν υποψήφιοι του ΚΚΕ υποστηρίζονταν μαζικά από τους καπνεργάτες. Τέτοιες ήταν οι περιπτώσεις του Δ. Παρτσαλίδη στην Καβάλα και του Μενύχτα στις Σέρρες, των πρώτων «κόκκινων δημάρχων» στην Ελλάδα που εκλέχτηκαν χάρη στις ψήφους των καπνεργατών. Στο Αγρίνιο του Μεσοπολέμου δεν υπάρχει κάτι ανάλογο, αφού το ΚΚΕ στη διάρκεια του Μεσοπολέμου δεν παρουσίαζε αυτόνομο υποψήφιο στις δημοτικές εκλογές. Στη γειτονική κοινότητα του Αγίου Κωνσταντίνου, όμως, κατ’ εξοχήν τόπο κατοικίας των προσφύγων καπνεργατών, οι κομμουνιστές υποψήφιοι στις δημοτικές εκλογές του 1934 κατάφεραν να εκλέξουν 4 από τα 6 μέλη του κοινοτικού συμβουλίου.
Στο εργατικό κίνημα του Αγρίνιου στη διάρκεια του Μεσοπολέμου δραστηριοποιούνταν και μια σημαντική ομάδα αρχειομαρξιστών, που αυτοαποκαλούνταν «Αριστερή Αντιπολίτευση». Κυριαρχούσαν στο σωματείο των τσαγκαράδων και είχαν ισχυρή παρουσία σε αυτό των ραπτεργατών. Η προσπάθειά τους να κερδίσουν επιρροή στο χώρο των καπνεργατών κατέληξε σε επεισόδια και άγριες συγκρούσεις με τους συνδικαλιστές του ΚΚΕ, και τελικά στη δημιουργία νέου καπνεργατικού σωματείου το 1930, το οποίο οι κομμουνιστές αποκαλούσαν περιφρονητικά «κίτρινο» (κατασκεύασμα της εργοδοσίας και της Ασφάλειας, δηλαδή). Σύμφωνα με αναφορά των ιδίων προς την τροτσκιστική 4η Διεθνή, η Αρχειομαρξιστική Οργάνωση του Αγρίνιου αριθμούσε 30 μέλη, 4 φράξιες στα συνδικάτα της πόλης και 100 ασκούμενα μέλη (συμπαθούντες).12 Στη δικτατορία του Μεταξά οι σημαντικότεροι αρχειομαρξιοτές του Αγρίνιου εξορίστηκαν ή φυλακίστηκαν. Στη συνέχεια και ενώ οι περισσότεροι είχαν προσχωρήσει στο ΕΑΜ, βρήκαν τραγικό τέλος, όταν στην περίοδο Απριλίου - Αυγούστου 1944 τουλάχιστον 10 από αυτούς δολοφονήθηκαν από ένοπλες ομάδες που ελέγχονταν από το σκληρό πυρήνα του ΚΚΕ.13
Δύο φάσεις χαρακτηρίζουν τους καπνεργατικούς αγώνες του Μεσοπολέμου. Στην πρώτη φάση, που διαρκεί μέχρι το 1926, οι καπνεργάτες παλεύουν για μεγαλύτερο ημερομίσθιο, καθώς και για να επιτύχουν την απαγόρευση της εξαγωγής ανεπεξέργαστων καπνών, που απειλούσε τα κεκτημένα του κλάδου τους.
Στη δεύτερη φάση, από το 1926 κατ μετά, οι αλλεπάλληλες καπνικές κρίσεις αλλά και οι συνθήκες της γενικότερης οικονομικής ύφεσης υποχρέωσαν τα καπνεργατικά σωματεία σε μια αμυντική στάση διασφάλισης των κεκτημένων και ιδίως των θέσεων εργασίας στην επεξεργασία καπνού, που απειλούνταν από την καλπάζουσα ανεργία. Ειδικά μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 1929. οι τιμές του ελληνικού καπνού κατέρρευσαν διεθνώς. Η ανισορροπία στο κύκλωμα παραγωγή - εμπορία - βιομηχανοποίηση του καπνού οδήγησε στη δημιουργία τεράστιων αποθεμάτων του προϊόντος, με σοβαρές επιπτώσεις στο εισόδημα όλων των εμπλεκόμενων μερών. Η κατάσταση αυτή προκάλεσε έντονες συζητήσεις με αντικείμενο την αναμόρφωση της εμπορικής πολιτικής του κράτους, την τύχη των συσσωρευμένων αποθεμάτων, την ακολουθητέα πολιτική. Προκλήθηκε, έτσι, το περίφημο «καπνικό ζήτημα», που κυριάρχησε στο δημόσιο βίο της χώρας σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Εν τω μεταξύ, η ανεργία στον καπνεργατικό κλάδο έπαιρνε εκρηκτικές διαστάσεις. Από τους τρεις εργαζόμενους καπνεργάτες το 1925, μόνο ο ένας είχε σταθερή εργασία δέκα χρόνια αργότερα. Το ίδιο άγριες και απελπισμένες ήταν πλέον και οι κινητοποιήσεις τους. Αποκορύφωμα της κοινωνικής τους διαμαρτυρίας αποτέλεσαν τα γεγονότα του Μαΐου 1936, όταν οι αιματηρές συγκρούσεις καπνεργατών με τη Χωροφυλακή και το στρατό στη Θεσσαλονίκη δημιούργησαν ατμόσφαιρα εμφυλίου πολέμου, δίνοντας προφάσεις για την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά.
Την ίδια εποχή σημειώνεται και η τελευταία
καπνεργατική κινητοποίηση του Μεσοπολέμου στην πόλη του Αγρίνιου. Στις
6 Μαΐου 1936 το σωματείο των καπνεργατών κηρύσσει 48ωρη απεργία και
καλεί τους απεργούς σε συγκέντρωση στο θέατρο «Κρίππα». Λίγους μήνες
αργότερα η χώρα θα μπει στο σκοτεινό τούνελ της μεταξικής δικτατορίας
και της Κατοχής. Οι εργατικοί αγώνες περνούν πλέον σε δεύτερη μοίρα...